
Περίληψη της έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο HeartMath
Ενεργειακή επικοινωνία
Το πρώτο βιομαγνητικό σήμα παρουσιάστηκε το 1863 από τους Gerhard Baule και Richard McFee σε ένα μαγνητοκαρδιογράφημα (MCG) που χρησιμοποιούσε μαγνητικά επαγωγικά πηνία για την ανίχνευση πεδίων που παράγονται από την ανθρώπινη καρδιά [203]. Έκτοτε, υπήρξε αξιοσημείωτη αύξηση της ακρίβειας των βιομαγνητικών μετρήσεων με την εισαγωγή της υπεραγώγιμης συσκευής κβαντικής παρεμβολής (SQUID) στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από τότε αποδείχτηκε ότι τα σήματα ECG και MCG είναι σε μικρή απόσταση παράλληλα μεταξύ τους. [204]
Σε αυτή την ενότητα, μιλάμε για το πώς τα μαγνητικά πεδία που παράγονται από την καρδιά εμπλέκονται στην ενεργειακή επικοινωνία, η οποία επίσης ονομάζεται καρδιοηλεκτρομαγνητική επικοινωνία. Η καρδιά αποτελεί την πιο ισχυρή πηγή ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας στο ανθρώπινο σώμα παράγοντας το μεγαλύτερο ρυθμικό ηλεκτρομαγνητικό πεδίο από οποιοδήποτε άλλο όργανο του σώματος. Το ηλεκτρικό πεδίο της καρδιάς είναι περίπου 60 φορές μεγαλύτερο σε εύρος από την ηλεκτρική δραστηριότητα που παράγεται από τον εγκέφαλο. Αυτό το πεδίο που μετράται με τη μορφή ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ECG) μπορεί να ανιχνευθεί οπουδήποτε στην επιφάνεια του σώματος. Επιπλέον, το μαγνητικό πεδίο που παράγεται από την καρδιά είναι πάνω από 100 φορές ισχυρότερο από το πεδίο που παράγεται από τον εγκέφαλο και μπορεί να ανιχνευθεί μέχρι και 3 μέτρα μακριά από το σώμα προς όλες τις κατευθύνσεις χρησιμοποιώντας μαγνητόμετρα τύπου SQUID (Εικόνα 6.1).
Παρακινούμενοι από τα ευρήματά μας ότι ο ρυθμός των παλμών του μαγνητικού πεδίου της καρδιάς τροποποιείται από διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις, πραγματοποιήσαμε αρκετές μελέτες που δείχνουν ότι τα μαγνητικά σήματα που παράγονται από την καρδιά έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν τους ανθρώπους γύρω μας.
Βιολογική κωδικοποίηση πληροφοριών
Κάθε κύτταρο στο σώμα μας περιβάλλεται από ένα εξωτερικό και εσωτερικό πεδίο μεταβαλλόμενων αόρατων μαγνητικών δυνάμεων [205]. Γίνεται ολοένα και πιο προφανές ότι οι διακυμάνσεις στα μαγνητικά πεδία μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά κάθε κύκλωμα στα βιολογικά συστήματα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανάλογα με το συγκεκριμένο βιολογικό σύστημα και τις ιδιότητες των μαγνητικών διακυμάνσεων. [5, 205] Ένας από τους βασικούς τρόπους με τους οποίους τα σήματα και τα μηνύματα κωδικοποιούνται και μεταδίδονται στα οργανικά συστήματα είναι η γλώσσα των μοτίβων. Στο νευρικό σύστημα έχει αποδειχτεί ότι οι πληροφορίες κωδικοποιούνται στα χρονικά διαστήματα μεταξύ των δυναμικών δράσης ή των μοτίβων ηλεκτρικής δραστηριότητας. [206] Αυτό ισχύει και για τη χυμική αλληλεπίδραση στην οποία οι βιολογικά σχετικές πληροφορίες κωδικοποιούνται επίσης στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στον παλμικό ρυθμό των ορμονών. [207-209] Καθώς η καρδιά εκκρίνει διάφορες ορμόνες με κάθε συστολή, υπάρχει ένα μοτίβο παλμικού ρυθμού των ορμονών που συσχετίζεται με τον καρδιακό ρυθμό. Εκτός από την κωδικοποίηση των πληροφοριών στο διάστημα μεταξύ των νευρικών ώσεων και στα διαστήματα μεταξύ παλμικού ρυθμού των ορμονών, είναι πιθανό οι πληροφορίες να κωδικοποιούνται επίσης στα διαστήματα μεταξύ των καρδιακών σφυγμών της πίεσης και των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που παράγονται από την καρδιά. Αυτό ενισχύει τον ισχυρισμό του Pribram που ειπώθηκε νωρίτερα, ότι δηλαδή οι ταλαντώσεις χαμηλής συχνότητας που παράγονται από την καρδιά και το σώμα με τη μορφή των προσαγωγών νευρικών, ορμονικών και ηλεκτρικών μοτίβων είναι φορείς συναισθηματικών πληροφοριών και οι ταλαντώσεις υψηλότερης συχνότητας που εντοπίζονται στα σήματα EEG αντανακλούν τη συνειδητή αντίληψη και την αναγνώριση των αισθημάτων και των συναισθημάτων. [169] Έχουμε ισχυριστεί ότι τα ίδια αυτά ρυθμικά μοτίβα μπορούν επίσης να μεταδώσουν συναισθηματικές πληροφορίες μέσω του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου στο περιβάλλον, οι οποίες ανιχνεύονται από τους άλλους και επεξεργάζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και τα εσωτερικά παραγόμενα σήματα.
Προκλητά δυναμικά καρδιακών παλμών
Μια χρήσιμη τεχνική για την ανίχνευση της συγχρονισμένης δραστηριότητας μεταξύ των συστημάτων στα βιολογικά συστήματα και της διερεύνησης ενός αριθμού βιοηλεκτρομαγνητικών φαινομένων είναι ο υπολογισμός του μέσου όρου των σημάτων. Αυτό επιτυγχάνεται με την επικάλυψη οποιουδήποτε αριθμού χρονικών περιόδων ίσου μήκους, καθεμία από τις οποίες περιέχει ένα επαναλαμβανόμενο περιοδικό σήμα. Αυτό τονίζει και ξεχωρίζει κάθε σήμα που είναι χρονικά κλειδωμένο στο περιοδικό σήμα ενώ εξαλείφει τις διακυμάνσεις που δεν είναι χρονικά κλειδωμένες στο περιοδικό σήμα. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται συνήθως για την ανίχνευση και καταγραφή των αντιδράσεων του εγκεφαλικού φλοιού στην αισθητηριακή διέγερση [210]. Όταν η μέτρηση του μέσου όρου σήματος χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της δραστηριότητας στα σήματα EEG που είναι χρονικά κλειδωμένη στα σήματα ECG, η προκύπτουσα κυματομορφή ονομάζεται προκλητό δυναμικό καρδιακών παλμών.
Η καρδιά παράγει ένα κύμα πίεσης που ταξιδεύει γρήγορα σε όλες τις αρτηρίες, πολύ πιο γρήγορα από την πραγματική ροή αίματος που αισθανόμαστε ως παλμό. Αυτά τα κύματα πίεσης αναγκάζουν τα αιμοσφαίρια μέσω των τριχοειδών αγγείων να παρέχουν οξυγόνο και θρεπτικά στοιχεία στα κύτταρα και να επεκτείνουν τις αρτηρίες με αποτέλεσμα να παράγουν σχετικά μεγάλη ηλεκτρική τάση. Αυτά τα κύματα πίεσης ασκούν επίσης ρυθμικά πίεση στα κύτταρα, προκαλώντας έτσι μερικές από τις πρωτεΐνες τους να παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα ως αντίδραση σε αυτή τη «συμπίεση». Τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριό μας έδειξαν ότι παρουσιάζεται αλλαγή στην ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου όταν το κύμα πίεσης του αίματος φτάσει στον εγκέφαλο περίπου στα 240 χιλιοστά του δευτερολέπτου μετά τη συστολή.
Υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη και πολύπλοκη κατανομή των προκλητών δυναμικών καρδιακών παλμών κατά μήκος του κρανίου. Οι μεταβολές αυτών των προκλητών δυναμικών που σχετίζονται με την προσαγωγική νευρολογική ενσωμάτωση της καρδιάς στον εγκέφαλο είναι ανιχνεύσιμες ανάμεσα στα 50 και 550 χιλιοστά του δευτερολέπτου μετά τον καρδιακό παλμό [8]. Ο Gary Schwartz και οι συνάδελφοί του από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα πιστεύουν ότι τα προηγούμενα στοιχεία σε αυτήν την πολύπλοκη κατανομή δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με απλούς φυσιολογικούς μηχανισμούς και θεωρούν ότι προκύπτει και μια ενεργητική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην καρδιά και τον εγκέφαλο. Έχουν επιβεβαιώσει τα συμπεράσματά μας ότι η προσοχή που είναι εστιασμένη στην καρδιά συνδέεται με την αύξηση του συγχρονισμού καρδιάς – εγκεφάλου, προσφέροντας περαιτέρω ενίσχυση στην ενεργειακή επικοινωνία καρδιάς – εγκεφάλου [5]. Ο Schwartz και οι συνάδελφοί του απέδειξαν επίσης ότι όταν οι συμμετέχοντες εστίαζαν την προσοχή τους στον καρδιακό τους παλμό, ο συγχρονισμός στην περικοιλιακή περιοχή των προκλητών δυναμικών καρδιακών παλμών αυξανόταν.
Κατέληξαν έτσι στο συμπέρασμα ότι αυτός ο συγχρονισμός μπορεί να αντικατοπτρίζει έναν ενεργειακό μηχανισμό επικοινωνίας καρδιάς – εγκεφάλου, ενώ ο μετα-περικοιλιακός συγχρονισμός πιθανότατα φανερώνει τους άμεσους οργανικούς μηχανισμούς.
Βιομαγνητική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων
Ανακαλύψαμε ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στα μοτίβα καρδιακού ρυθμού και τις φασματικές πληροφορίες που κωδικοποιούνται στο φάσμα συχνοτήτων του μαγνητικού πεδίου που εκπέμπεται από την καρδιά. Έτσι, οι πληροφορίες που αφορούν τη συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου κωδικοποιούνται στο μαγνητικό πεδίο της καρδιάς και μεταδίδονται σε όλο το σώμα και στο εξωτερικό περιβάλλον.
Η εικόνα 6.3 δείχνει δύο διαφορετικά φάσματα ισχύος που προέρχονται από έναν μέσο όρο 12 ξεχωριστών χρονικών περιόδων σημάτων ECG διάρκειας 10 δευτερολέπτων που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια διαφορετικών ψυχοφυσιολογικών καταστάσεων. Το σχήμα στα αριστερά προέκυψε όταν ο συμμετέχων βρισκόταν σε κατάσταση βαθιάς ευγνωμοσύνης, ενώ το σχήμα στα δεξιά προέκυψε ενώ ο συμμετέχων βίωνε συναισθήματα θυμού που επανέφερε στη μνήμη του. Η διαφορά των σχημάτων και συνεπώς οι πληροφορίες που περιέχουν, φαίνεται καθαρά. Υπάρχει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στα μοτίβα μεταβλητότητας του καρδιακού ρυθμού και στα μοτίβα συχνοτήτων στο φάσμα των σημάτων ECG ή MCG. Πειράματα όπως αυτά δείχνουν ότι οι ψυχοφυσιολογικές πληροφορίες μπορούν να κωδικοποιηθούν στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που παράγονται από την καρδιά [163, 212]
Το ανθρώπινο σώμα είναι γεμάτο με μηχανισμούς που ανιχνεύουν το εξωτερικό περιβάλλον. Τα αισθητήρια όργανα, το πιο προφανές παράδειγμα, είναι ειδικά σχεδιασμένα για να αντιδρούν στην αφή, τη θερμοκρασία, καθώς και να συλλαμβάνουν κύματα φωτός, ηχητικά κύματα κλπ. Αυτά τα όργανα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε εξωτερικά ερεθίσματα. Η μύτη, για παράδειγμα, μπορεί να ανιχνεύσει ένα μόριο γκαζιού, ενώ ένα κύτταρο στον αμφιβληστροειδή του οφθαλμού μπορεί να ανιχνεύσει ένα μόνο φωτόνιο. Αν το αυτί ήταν πιο ευαίσθητο, θα αντιλαμβανόταν τον ήχο των τυχαίων δονήσεων των δικών του μορίων. [213]
Η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, όπως η συζήτηση ανάμεσα στον ασθενή και τον γιατρό ή η κουβέντα μεταξύ φίλων, είναι ένας πολύ εκλεπτυσμένος χορός που περιλαμβάνει πολλούς ανεπαίσθητους παράγοντες. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση να σκέφτονται την επικοινωνία μόνο με όρους εμφανών σημάτων που εκφράζονται μέσα από τις κινήσεις του προσώπου, τη φωνή, τις χειρονομίες και τις κινήσεις του σώματος. Ωστόσο, υπάρχουν πλέον αποδείξεις που υποστηρίζουν την αντίληψη ότι ένα ανεπαίσθητο αλλά σημαντικό ηλεκτρομαγνητικό ή «ενεργειακό» σύστημα επικοινωνίας λειτουργεί ακριβώς κάτω από το συνειδητό επίπεδο της επίγνωσής μας. Στην επόμενη ενότητα θα μιλήσουμε για τα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι αυτό το ενεργειακό σύστημα συμβάλλει στις «μαγνητικές» έλξεις ή απωθήσεις που παρουσιάζονται μεταξύ των ανθρώπων.
Η ικανότητα να αισθανόμαστε αυτό που νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι είναι ένας σημαντικός παράγοντας που μας επιτρέπει να συνδεθούμε ή να επικοινωνούμε αποτελεσματικά μαζί τους. Η ομαλότητα ή η ροή σε οποιαδήποτε κοινωνική αλληλεπίδραση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καθιέρωση μιας αυθόρμητης έλξης ή σύνδεσης μεταξύ των ατόμων. Όταν οι άνθρωποι συζητούν εις βάθος, αρχίζουν να παρασύρονται σε έναν εκλεπτυσμένο χορό, συγχρονίζοντας τις κινήσεις και τις στάσεις τους, τον τόνο της φωνής τους, τον ρυθμό ομιλίας και τη διάρκεια των παύσεων μεταξύ των απαντήσεων [214] και, όπως τώρα ανακαλύπτουμε, σημαντικές πτυχές της φυσιολογίας τους επίσης συνδέονται και συγχρονίζονται.
Η ηλεκτρική ενέργεια του αγγίγματος: ανίχνευση και μέτρηση της ανταλλαγής καρδιακής ενέργειας μεταξύ των ανθρώπων
Ένα σημαντικό βήμα στον έλεγχο της υπόθεσής μας ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο της καρδιάς μπορεί να μεταδώσει σήματα μεταξύ των ανθρώπων ήταν να προσδιορίσουμε αν το πεδίο ενός ατόμου και οι πληροφορίες που διαμορφώνονται μέσα σε αυτό θα μπορούσαν να εντοπιστούν από άλλους ανθρώπους. Κατά τη διεξαγωγή αυτών των πειραμάτων, το ερώτημα που τέθηκε ήταν σαφές: μπορεί το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που παράγεται από την καρδιά ενός ατόμου να ανιχνευθεί με φυσιολογικούς τρόπους σε κάποιο άλλο άτομο και αν ναι, έχει κάποιες εμφανείς βιολογικές επιδράσεις; Για να ερευνήσουμε αυτές τις πιθανότητες, χρησιμοποιήσαμε τεχνικές μέτρησης του μέσου όρου των σημάτων προκειμένου να εντοπίσουμε τα σήματα που ήταν συγχρονισμένα με την κορυφή του κύματος R των σημάτων ECG ενός ατόμου σε καταγραφές του ηλεκτροεγκεφαλογράφηματος (EEG) ενός άλλου ατόμου ή των εγκεφαλικών κυμάτων. Εγώ και οι συνάδελφοί μου πραγματοποιήσαμε πολυάριθμα πειράματα στο εργαστήριό μας εδώ και αρκετά χρόνια χρησιμοποιώντας αυτές τις τεχνικές [215]. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα παρακάτω, τα οποία εξηγούν ορισμένα από τα ευρήματά μας. Στην πλειονότητα αυτών των πειραμάτων, οι συμμετέχοντες κάθονταν σε άνετες καρέκλες με ψηλή πλάτη με σκοπό να ελαχιστοποιηθούν οι αλλαγές στη στάση τους και με το θετικό ηλεκτρόδιο ECG τοποθετημένο στο πλάι, στο αριστερό έκτο πλευρό και σημείο αναφοράς τον δεξί υπερκλείδιο βόθρο, σύμφωνα με το Διεθνές Σύστημα 10-20. Τα σήματα ECG και EEG καταγράφηκαν και για τα δύο άτομα ταυτοχρόνως, έτσι ώστε τα δεδομένα (συνήθως δειγματοληψία στα 256 hertz ή περισσότερο) να μπορούν να αναλυθούν για ταυτόχρονη ανίχνευση σήματος και στα δύο (Εικόνα 6.4).
Προκειμένου να διευκρινιστεί η κατεύθυνση στην οποία αναλύθηκε η ροή του σήματος, το άτομο του οποίου το κύμα ECG R χρησιμοποιήθηκε ως χρονική αναφορά για τη διαδικασία μέτρησης του μέσου όρου σήματος αναφέρεται ως «πηγή σήματος» ή απλώς «πηγή». Το άτομο του οποίου τα σήματα EEG αναλύθηκαν για την καταγραφή των σημάτων ECG της πηγής αναφέρεται ως «δέκτης σημάτων» ή απλώς «δέκτης». Ο αριθμός των μέσων όρων που χρησιμοποιήθηκαν στην πλειονότητα των πειραμάτων ήταν 250 κύκλοι σημάτων ECG (~ 4 λεπτά). Οι συμμετέχοντες δεν σκόπευαν να στείλουν ή να λάβουν συνειδητά κάποιο σήμα και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνώριζαν τον πραγματικό λόγο των πειραμάτων. Τα αποτελέσματα αυτών των πειραμάτων μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το νευρικό σύστημα λειτουργεί ως κεραία, η οποία συντονίζεται και ανταποκρίνεται στα μαγνητικά πεδία που παράγονται από την καρδιά των άλλων ανθρώπων. Εγώ και οι συνάδελφοί μου ονομάσαμε αυτή την ενεργειακή ανταλλαγή πληροφοριών «ενεργειακή επικοινωνία» και πιστεύουμε ότι είναι μια έμφυτη ικανότητα που αυξάνει την επίγνωση και λειτουργεί ως μεσολαβητής σε σημαντικές πτυχές της πραγματικής ενσυναίσθησης και ευαισθησίας απέναντι στους άλλους. Επιπλέον, παρατηρήσαμε ότι αυτή η ενεργειακή ικανότητα επικοινωνίας μπορεί να ενισχυθεί οδηγώντας σε ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο μη λεκτικής επικοινωνίας, κατανόησης και σύνδεσης μεταξύ των ανθρώπων. Θεωρούμε επίσης ότι αυτός ο τύπος ενεργειακής επικοινωνίας ίσως παίζει ρόλο στη θεραπευτική αλληλεπίδραση μεταξύ γιατρών και ασθενών κι έχει την ικανότητα να προάγει τη διαδικασία ίασης.
Από την άποψη της ηλεκτροφυσιολογίας, φαίνεται ότι η ευαισθησία σε αυτή τη μορφή ενεργειακής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων σχετίζεται με την ικανότητα να είναι σε κατάσταση συνοχής συναισθηματικά και σωματικά. Τα στοιχεία δείχνουν ότι όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση συνοχής, είναι πιο δεκτικοί στη λήψη πληροφοριών οι οποίες περιέχονται στο μαγνητικό πεδίο που παράγεται από τους άλλους. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της σωματικής συνοχής, τα εσωτερικά συστήματα είναι πιο σταθερά, λειτουργούν πιο αποτελεσματικά και εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικά πεδία με πιο συνεκτική δομή [163].
Το πρώτο βήμα ήταν να προσδιορίσουμε αν τα σήματα ECG ενός ατόμου μπορούσαν να ανιχνευτούν στα σήματα EEG ενός άλλου ατόμου κατά τη διάρκεια της σωματικής επαφής. Για τα συγκεκριμένα πειράματα, τοποθετήσαμε ζευγάρια ατόμων σε απόσταση 1,2 μέτρων και τα παρακολουθούσαμε ταυτόχρονα.
Αν και στα περισσότερα ζευγάρια μια σαφής μεταφορά σήματος μεταξύ των δύο συμμετεχόντων ήταν μετρήσιμη προς μία κατεύθυνση, παρατηρήθηκε και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα μόνο στο περίπου 30% των ζευγαριών (δηλαδή, τα σήματα ECG του Υποκειμένου 2 μπορούσαν να ανιχνευθούν ταυτόχρονα στα σήματα EEG του Υποκειμένου 1 την ίδια στιγμή που τα σήματα EEG του Υποκειμένου 1 ήταν ανιχνεύσιμα στα σήματα EEG του Υποκειμένου 2). Όπως προέκυψε αργότερα, μια σημαντική μεταβλητή φαίνεται πως αποτελεί τον βαθμό της διατηρούμενης σωματικής συνοχής. Αφού αποδείξαμε ότι η δραστηριότητα της καρδιάς μπορούσε να ανιχνευθεί στα σήματα EEG ενός άλλου ατόμου κατά τη διάρκεια της σωματικής επαφής, ολοκληρώσαμε μια σειρά πειραμάτων για να διαπιστώσουμε αν το σήμα μεταφερόταν μόνο μέσω ηλεκτρικής αγωγιμότητας ή αν μεταφερόταν και ενεργειακά μέσω μαγνητικών πεδίων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ένας σημαντικός βαθμός μεταφοράς σήματος προκύπτει μέσω της αγωγιμότητας του δέρματος, αλλά επίσης εκπέμπεται και μεταξύ ατόμων, πράγμα που θα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Συγχρονισμός καρδιάς-εγκεφάλου κατά τη διάρκεια μη σωματικής επαφής
Επειδή το μαγνητικό στοιχείο του πεδίου που παράγεται από τον καρδιακό παλμό εκπέμπεται φυσικά έξω από το σώμα και μπορεί να ανιχνευθεί μερικά μέτρα μακριά με μαγνητόμετρα SQUID [217], αποφασίσαμε να ελέγξουμε περαιτέρω τη μεταφορά σημάτων μεταξύ ατόμων που δεν είχαν σωματική επαφή. Σε αυτά τα πειράματα, οι συμμετέχοντες είτε κάθονταν δίπλα-δίπλα είτε αντίκριζαν ο ένας τον άλλο από διάφορες αποστάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορέσαμε να εντοπίσουμε ένα ξεκάθαρο σήμα του συμπλέγματος QRS στα σήματα EEG του δέκτη. Παρ’ όλο που η δυνατότητα σαφούς καταχώρησης σημάτων ECG στα σήματα EEG του άλλου ατόμου μειωνόταν καθώς η απόσταση μεταξύ των υποκειμένων αυξανόταν, το φαινόμενο φαίνεται να είναι μη γραμμικό. Για παράδειγμα, ένα σαφές σήμα μπορούσε να ανιχνευθεί σε απόσταση 45 εκατοστών σε μία δοκιμή, αλλά δεν ήταν ανιχνεύσιμο στην επόμενη δοκιμή σε απόσταση μόλις 15 εκατοστών.
Αν και η μετάδοση ενός σαφούς σήματος του συμπλέγματος QRS είναι από την εμπειρία μας ασυνήθιστη σε αποστάσεις άνω των 15 εκατοστών, οι σχετικές σωματικές πληροφορίες μεταδίδονται μεταξύ των ανθρώπων σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις και φαίνονται στη συγχρονισμένη δραστηριότητα.
Η εικόνα 6.5 δείχνει στοιχεία από δύο άτομα που κάθονται και αντικρίζουν το ένα το άλλο σε απόσταση 1,5 μέτρου χωρίς σωματική επαφή. Τους ζητήθηκε να χρησιμοποιήσουν την Τεχνική Εγκάρδιας Εστίασης (Heart Lock-In Technique) [179], η οποία έχει αποδειχθεί ότι παράγει μια σταθερή κατάσταση σωματικής συνοχής. [116] Οι συμμετέχοντες δεν γνώριζαν τον σκοπό του πειράματος. Τα τρία πρώτα σχήματα δείχνουν τις κυματομορφές του μέσου όρου των σημάτων που προέρχονται από τις θέσεις των σημάτων EEG κατά μήκος της μεσαίας γραμμής του κεφαλιού.
Προσέξτε ότι σε αυτό το παράδειγμα οι κυματομορφές του μέσου όρου των σημάτων δεν εμφανίζουν καθόλου το σύμπλεγμα QRS όπως συμβαίνει στα πειράματα όπου υπάρχει σωματική επαφή. Αντιθέτως, παρουσιάζουν συγχρονισμό άλφα κύματος στα σήματα EEG του ενός υποκειμένου που είναι ακριβώς συγχρονισμένα στο κύμα R των σημάτων ECG του άλλου υποκειμένου.
Η ανάλυση φάσματος ισχύος των κυματομορφών του μέσου όρου των σημάτων EEG έδειξε ότι ο ρυθμός των κυμάτων άλφα συγχρονίστηκε με την καρδιά του άλλου ατόμου. Αυτός ο συγχρονισμός των κυμάτων άλφα δεν σημαίνει ότι υπάρχει αυξημένη δραστηριότητα άλφα, δείχνει όμως ότι ο υπάρχων ρυθμός των κυμάτων άλφα είναι σε θέση να συγχρονιστεί με εξαιρετικά αδύναμα εξωτερικά ηλεκτρομαγνητικά πεδία όπως αυτά που παράγονται από την καρδιά ενός άλλου ατόμου. Είναι γνωστό ότι ο ρυθμός των κυμάτων άλφα μπορεί να συγχρονιστεί με ένα εξωτερικό ερέθισμα, όπως ο ήχος ή το φως, αλλά η ικανότητα συγχρονισμού με ένα τόσο ήπιο ηλεκτρομαγνητικό σήμα είναι κάτι εκπληκτικό. Όπως αναφέρθηκε, υπάρχει επίσης ένα σημαντικό ποσοστό δραστηριότητας των κυμάτων άλφα που συγχρονίζεται με τον καρδιακό παλμό του ίδιου του ατόμου και η ποσότητα αυτής της συγχρονισμένης δραστηριότητας των κυμάτων άλφα αυξάνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια περιόδων σωματικής συνοχής [5, 219].
Το σχήμα 6.6 δείχνει ένα γράφημα επικάλυψης ενός από τα σχεδιαγράμματα του μέσου όρου των σημάτων EEG του Υποκειμένου 2 και του μέσου όρου των σημάτων ECG του Υποκειμένου 1.
Η εικόνα δείχνει έναν εκπληκτικό βαθμό συγχρονισμού ανάμεσα στα σήματα EEG του Υποκειμένου 2 και της καρδιάς του Υποκειμένου 1. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι δυνατόν τα μαγνητικά σήματα που εκπέμπονται από την καρδιά ενός ατόμου να επηρεάζουν τον εγκεφαλικό ρυθμό ενός άλλου ατόμου. Επιπλέον, αυτό το φαινόμενο μπορεί να συμβεί σε αποστάσεις συνομιλίας.
Ενεργειακή δεκτικότητα και ενσυναίσθηση
Η εικόνα 6.7 δείχνει τα δεδομένα από τα ίδια δύο άτομα κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου, αλλά έχουν αναλυθεί ως προς τον συγχρονισμό των άλφα κυμάτων στην αντίθετη κατεύθυνση (στα σήματα EEG του Υποκειμένου 1 και στα σήματα ECG του Υποκειμένου 2). Σε αυτή την περίπτωση, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει ευδιάκριτος συγχρονισμός ανάμεσα στα σήματα EEG του Υποκειμένου 1 και στα σήματα ECG του Υποκειμένου 2. Η βασική διαφορά μεταξύ των δεδομένων που παρουσιάζονται στις εικόνες 6.5 και 6.6 είναι το υψηλό ποσοστό σωματικής συνοχής που διατηρεί το Υποκείμενο 2. Με άλλα λόγια, ο βαθμός συνοχής των καρδιακών παλμών του δέκτη φαίνεται να καθορίζει αν τα εγκεφαλικά του κύματα θα συγχρονιστούν με την καρδιά του άλλου ατόμου.
Αυτό δείχνει ότι όταν ένα άτομο βρίσκεται σωματικά σε κατάσταση συνοχής, παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία στην καταγραφή των ηλεκτρομαγνητικών σημάτων και των μοτίβων των πληροφοριών που κωδικοποιούνται στα πεδία που εκπέμπονται από την καρδιά των άλλων ανθρώπων. Εκ πρώτης μπορεί να δοθεί στα δεδομένα η ερμηνεία ότι είμαστε πιο ευάλωτοι σε μια πιθανή αρνητική επίδραση των μη συνοχικών μοτίβων που εκπέμπουν οι γύρω μας. Στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο. Όταν οι άνθρωποι καταφέρνουν να διατηρήσουν μια κατάσταση σωματικής συνοχής, είναι πιο ισορροπημένοι εσωτερικά και επομένως λιγότερο ευάλωτοι στο να επηρεάζονται αρνητικά από τα πεδία που προέρχονται από τους άλλους. Φαίνεται ότι η μεγαλύτερη εσωτερική ισορροπία και συνοχή είναι αυτό που επιτρέπει την εμφάνιση αυξημένης ευαισθησίας.
Αυτό ταιριάζει απόλυτα με την εμπειρία μας στην εκπαίδευση χιλιάδων ανθρώπων για το πώς να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν τη συνοχή τους ενώ επικοινωνούν με τους άλλους. Μόλις αποκτήσουν αυτή την ικανότητα, μετατρέπεται σε μια κοινή εμπειρία το γεγονός ότι εναρμονίζονται πιο πολύ με τους άλλους ανθρώπους και είναι σε θέση να εντοπίσουν και να κατανοήσουν το βαθύτερο νόημα πίσω από τις λέξεις. Συχνά, είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτό που κάποιος άλλος θέλει πραγματικά να πει ακόμα και όταν δεν είναι σαφές αυτό που προσπαθεί να πει. Η Τεχνική Συνεκτικής Επικοινωνίας (Coherent Communication Technique) βοηθά τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι οι άλλοι τους ακούν, να μιλούν ειλικρινά και με κατανόηση και ενισχύει τις καλές σχέσεις και την ενσυναίσθηση μεταξύ των ανθρώπων. [180]
Συγχρονισμός καρδιακού ρυθμού μεταξύ των ανθρώπων
Όταν οι καρδιακοί παλμοί είναι πιο συνεκτικοί, το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που εκπέμπεται έξω από το σώμα γίνεται αντίστοιχα πιο οργανωμένο, όπως φαίνεται στην εικόνα 6.3. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται μέχρι τώρα δείχνουν ότι τα σήματα και οι πληροφορίες μπορούν να μεταδοθούν ενεργειακά μεταξύ των ανθρώπων και ότι υπάρχουν μετρήσιμα βιολογικά αποτελέσματα, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν υποδηλώσει έναν κυριολεκτικό συγχρονισμό του καρδιακού ρυθμού δύο ανθρώπων. Διαπιστώσαμε ότι ο συγχρονισμός των μοτίβων καρδιακού ρυθμού μεταξύ των ατόμων είναι πιθανός, αλλά συνήθως συμβαίνει μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Από την εμπειρία μας, προκύπτει ότι ο πραγματικός συγχρονισμός του καρδιακού ρυθμού μεταξύ των ατόμων είναι σπάνιος κατά τη διάρκεια των φυσιολογικών καταστάσεων εγρήγορσης. Ανακαλύψαμε ότι τα άτομα που έχουν στενή επαγγελματική σχέση ή μένουν μαζί έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν πραγματικό συγχρονισμό καρδιακού ρυθμού. Η εικόνα 6.8 δείχνει ένα παράδειγμα συγχρονισμού καρδιακού ρυθμού μεταξύ δύο γυναικών που έχουν στενή επαγγελματική σχέση και εφαρμόζουν τακτικά τεχνικές δημιουργίας συνοχής. Για το πείραμα, κάθισαν σε απόσταση 1,2 μέτρων και επικεντρώθηκαν συνειδητά στη δημιουργία συναισθημάτων εκτίμησης η μία για την άλλη.
Ένας πιο σύνθετος τύπος συγχρονισμού μπορεί επίσης να προκύψει κατά τη διάρκεια του ύπνου. Παρ’ όλο που εξετάσαμε μόνο ζευγάρια που βρίσκονταν σε σταθερές και μακροχρόνιες σχέσεις, εκπλαγήκαμε από τον υψηλό βαθμό συγχρονισμού του καρδιακού ρυθμού που παρατηρείται στα ζευγάρια αυτά ενώ κοιμούνται. Η εικόνα 6.9 μας δείχνει το παράδειγμα ενός μικρού μέρους δεδομένων από ένα ζευγάρι.
Εικόνα 6.9 Συγχρονισμός καρδιακού ρυθμού ανάμεσα σε δύο συζύγους κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Αυτά τα δεδομένα καταγράφηκαν χρησιμοποιώντας έναν φορητό καταγραφέα σημάτων ECG με τροποποιημένη καλωδίωση που επέτρεπε την ταυτόχρονη καταγραφή δύο ατόμων. Προσέξτε πώς οι καρδιακοί παλμοί αλλάζουν ταυτόχρονα προς την ίδια κατεύθυνση και πώς συγκλίνουν οι τιμές των καρδιακών ρυθμών. Σε όλη τη διάρκεια της καταγραφής, εμφανίζονται σαφείς μεταβατικές περίοδοι στις οποίες οι καρδιακοί ρυθμοί μεταβαίνουν σε μεγαλύτερο συγχρονισμό για κάποιο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια αποκλίνουν ξανά. Αυτό σημαίνει ότι, σε αντίθεση με τις περισσότερες καταστάσεις εγρήγορσης, ο συγχρονισμός μεταξύ των καρδιακών ρυθμών των ατόμων συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Μια άλλη έρευνα που έδειξε σωματικό συγχρονισμό μεταξύ των ανθρώπων αφορά τη μελέτη ενός ισπανικού τελετουργικού πυροβασίας διάρκειας 30 λεπτών. Τα δεδομένα του καρδιακού ρυθμού ελήφθησαν από 38 συμμετέχοντες και έγινε σύγκριση της δραστηριότητας συγχρονισμού μεταξύ των πυροβατών και των θεατών. Έδειξαν πολύ ακριβείς ομοιότητες εγρήγορσης κατά τη διάρκεια του τελετουργικού μεταξύ των πυροβατών και των συγγενών τους θεατών, όχι όμως και μεταξύ των άσχετων θεατών. Οι συγγραφείς της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματά τους έδειξαν ότι ένα συλλογικό τελετουργικό μπορεί να προκαλέσει συγχρονισμένη εγρήγορση με την πάροδο του χρόνου μεταξύ των ενεργών συμμετεχόντων και των συγγενών ή των στενών τους φίλων. Υποστηρίζουν επίσης ότι η μελέτη συνδέει τις παρατηρήσεις του πεδίου σε οργανική βάση και προσφέρει μια μοναδική προσέγγιση για τον ποσοτικό προσδιορισμό των κοινωνικών επιδράσεων στην ανθρώπινη φυσιολογία κατά τη διάρκεια των καθημερινών αλληλεπιδράσεων, έναν μηχανισμό μεσολάβησης που παρέχει αρκετές πληροφορίες [220].
Ο Morris [221] μελέτησε την επίδραση της καρδιακής συνοχής σε μια ομάδα με συμμετέχοντες που εκπαιδεύτηκαν στην Τεχνική Γρήγορης Συνοχής (Quick Coherence® Technique) του Ινστιτούτου HeartMath. Διεξήγαγε 148 δοκιμές διάρκειας 10 λεπτών, στις οποίες τρεις εκπαιδευμένοι συμμετέχοντες κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι μαζί με έναν μη εκπαιδευμένο συμμετέχοντα. Κατά τη διάρκεια κάθε δοκιμής, τρεις από τους εκπαιδευμένους συμμετέχοντες τοποθετήθηκαν μαζί με εκπαιδευμένους εθελοντές προκειμένου να καθοριστεί αν οι τρεις εκπαιδευμένοι θα μπορούσαν συλλογικά να προκαλέσουν υψηλότερα επίπεδα συνοχής HRV (Μεταβλητότητα Καρδιακού Ρυθμού) στο μη εκπαιδευμένο άτομο. Η συνοχή του HRV του μη εκπαιδευμένου ατόμου βρέθηκε να είναι υψηλότερη περίπου στο ήμισυ του συνόλου των συγκρίσεων, όταν οι εκπαιδευμένοι συμμετέχοντες επικεντρώθηκαν στην επίτευξη αυξημένης συνοχής.
Επιπλέον, στοιχεία για τον συγχρονισμό του καρδιακού ρυθμού μεταξύ των συμμετεχόντων στην ομάδα αποκαλύφθηκαν μέσω διαφόρων μεθόδων αξιολόγησης καθώς και υψηλότερα επίπεδα συνοχής που συσχετίζονταν με τα υψηλότερα επίπεδα συγχρονισμού μεταξύ των συμμετεχόντων. Υπήρξε στατιστική σύνδεση ανάμεσα σε αυτό τον συγχρονισμό και τη σχέση μεταξύ των συμμετεχόντων. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία συγχρονισμού των καρδιακών παλμών σε όλα τα υποκείμενα, προσδίδοντας αξιοπιστία στη δυνατότητα βιοεπικοινωνίας από καρδιά σε καρδιά.
Χρησιμοποιώντας τεχνικές μέτρησης του μέσου όρου των σημάτων, είχαμε επίσης τη δυνατότητα να ανιχνεύσουμε τον συγχρονισμό ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύματα μιας μητέρας (EEG-CZ) και τους καρδιακούς παλμούς του μωρού της (ECG). Οι δυο τους δεν είχαν σωματική επαφή, αλλά όταν η μητέρα εστίασε την προσοχή της στο μωρό, τα κύματα του εγκεφάλου της συγχρονίστηκαν με τους καρδιακούς παλμούς του μωρού (Εικόνα 6.10). Δεν καταφέραμε να ανιχνεύσουμε αν τα σήματα EEG του βρέφους συγχρονίστηκαν με τους καρδιακούς παλμούς της μητέρας.
Εικόνα 6.10 Συγχρονισμός σημάτων ECG και σημάτων EEG μεταξύ μητέρας και μωρού.
Βιομαγνητική επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων και ζώων
Οι αγρότες και οι προσεκτικοί παρατηρητές γνωρίζουν ότι τα περισσότερα βοοειδή και πρόβατα όταν βόσκουν κοιτάζουν προς την ίδια κατεύθυνση. Έχει αποδειχθεί μέσω δορυφορικών εικόνων, παρατηρήσεων σε χωράφια και μετρήσεων στις φωλιές ελαφιών μέσα στο χιόνι, ότι τα οικόσιτα βοοειδή ανά την υφήλιο όπως επίσης τα κόκκινα ελάφια και τα ζαρκάδια κατά τη βοσκή και την ανάπαυση ευθυγραμμίζουν τον άξονα του σώματός τους κατά προσέγγιση σε κατεύθυνση από βορρά προς νότο και προσανατολίζουν τα κεφάλια τους προς τον βορρά όταν βόσκουν ή ξεκουράζονται. Συνθήκες όπως ο άνεμος και το φως αποκλείστηκαν ως συνηθισμένοι καθοριστικοί παράγοντες, κι έτσι η μαγνητική ευθυγράμμιση με το γεωμαγνητικό πεδίο της γης καθορίστηκε ως η καλύτερη εξήγηση. Ο μαγνητικός βορράς αποδείχθηκε καλύτερος προγνωστικός παράγοντας από τον γεωγραφικό βορρά, υποδεικνύοντας ότι τα μεγάλα θηλαστικά διαθέτουν μαγνητική ευαισθησία. [222]
Έχουμε επίσης διαπιστώσει ότι ένας τύπος συγχρονισμού καρδιακού ρυθμού μπορεί να προκύψει στην αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων και των κατοικίδιων ζώων τους. Η εικόνα 6.11 δείχνει τα αποτελέσματα ενός πειράματος στο οποίο ελέγξαμε τον καρδιακό ρυθμό του γιου μου Josh (σε ηλικία 12 ετών κατά τη στιγμή της καταγραφής) και του σκύλου του Mabel. Σε αυτό το πείραμα χρησιμοποιήσαμε δύο καταγραφείς Holter, τον ένα τοποθετημένο στη Mabel και τον άλλο στον Josh. Συγχρονίσαμε τις συσκευές και τοποθετήσαμε τη Mabel σε ένα από τα εργαστήριά μας.
Ο Josh μπήκε στο δωμάτιο, κάθισε, άρχισε να εφαρμόζει την Τεχνική Εγκάρδιας Εστίασης (Heart Lock-In Technique) και να εκπέμπει συνειδητά αισθήματα αγάπης προς τη Mabel. Δεν υπήρχε σωματική επαφή ούτε έκανε καμία προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του σκύλου. Στην εικόνα 6.11 προσέξτε τη συγχρονισμένη αλλαγή προς μεγαλύτερη συνοχή στον καρδιακό ρυθμό τόσο του Josh όσο και της Mabel καθώς ο Josh αισθάνεται συνειδητά αγάπη για το κατοικίδιο ζώο του.
Ένα άλλο παράδειγμα του μοτίβου καρδιακού ρυθμού ενός ζώου που αλλάζει ως αντίδραση στη μεταβολή της συναισθηματικής κατάστασης ενός ανθρώπου φαίνεται στην εικόνα 6.12. Πρόκειται για μια συνεργατική μελέτη με την Ellen Gehrke, Ph.D. η οποία συνειδητά μπήκε σε κατάσταση συνοχής ενώ καθόταν στον στάβλο με το άλογό της χωρίς να το αγγίξει ή να το χαϊδέψει. Όταν συνέβη αυτό, το μοτίβο του καρδιακού ρυθμού του αλόγου μετατοπίστηκε επίσης σε ένα πιο ομαλό μοτίβο.
Σε άλλα πειράματα, παρατηρήθηκαν παρόμοιες αλλαγές στη Μεταβλητότητα του Καρδιακού Ρυθμού (HRV) σε τρία από τα τέσσερα αλόγα. Ένα από τα άλογα που δεν παρουσίασε καμία αντίδραση, ήταν γνωστό ότι δεν είχε καλή σχέση με τους ανθρώπους ή τα άλλα άλογα.
Προσοχή: Όλο το παραπάνω περιεχόμενο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του Ινστιτούτου HeartMath. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή του χωρίς προηγούμενη άδεια