«Οι υψηλές και ευγενικές πράξεις συχνά φαίνονται να μην ανταμείβονται και οι κακές και άδικες πράξεις πολύ συχνά φαίνονται να οδηγούν στην εγκόσμια επιτυχία».
«Γιατί συμβαίνει αυτό;» ρώτησα.
«Γιατί η δικαιοσύνη στο φυσικό επίπεδο δεν μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα, λόγω διαφόρων παραγόντων.
Ο πρώτος είναι η απροθυμία των ανθρώπων να απονεμηθεί δικαιοσύνη και στους ίδιους. Μετά, είναι η δυσκολία ανταπόκρισης της φυσικής ύλης στη σκέψη. Επίσης, παρεμβαίνουν τα διασταυρωμένα ρεύματα των σκέψεων των διαφόρων ανθρώπων. Τέλος, μπορεί να μην έχει ωριμάσει ακόμη ο χρόνος για να συναντηθούν τα συγκεκριμένα άτομα που πρέπει να συναντηθούν για να απονεμηθεί δικαιοσύνη.
Δικαιοσύνη είναι να δίνεις και να παίρνεις ό,τι είναι σωστό και δίκαιο, σύμφωνα με το τι έχεις ορίσει για τον εαυτό σου με τις σκέψεις και τις πράξεις σου.
Αλλά οι άνθρωποι ξεχνούν τις σκέψεις που έχουν δημιουργήσει και για τις οποίες είναι υπεύθυνοι. Επομένως, δεν βλέπουν ότι η δικαιοσύνη που απονέμεται είναι όντως δίκαιη. Ότι είναι το αλάνθαστο αποτέλεσμα των σκέψεων που έχουν δημιουργήσει».
«Μίλησες για την απροθυμία των ανθρώπων να απονεμηθεί δικαιοσύνη και στους ίδιους», είπα. «Τι εννοείς με αυτό;»
«Ένας άνθρωπος μπορεί να επισπεύσει ή να επιβραδύνει τις συνέπειες των παλιών του σκέψεων μέσα από τη γενική νοητική του προδιάθεση ως προς μια ορισμένη πορεία δράσης.
Μπορεί να επιβραδύνει τις συνέπειες των σκέψεών του, προσπαθώντας να αποτρέψει τα απειλητικά γεγονότα. Όπως μπορεί να αναβάλει κανείς μια δίκη στο δικαστήριο ή ένα ραντεβού με έναν πιστωτή».
«Αυτή η επιβραδυντική διαδικασία δεν χειροτερεύει τα πράγματα;» ρώτησα.
«Σαφώς. Αν κάποιος καταφέρει να αναβάλει κάτι που του είναι δυσάρεστο, συσσωρεύονται πολλές από τις συνθήκες που του χρωστά η δικαιοσύνη.
Γι΄αυτόν το λόγο, η πίεση γίνεται μεγαλύτερη μέχρι που τελικά οι συνθήκες επιδρούν πάνω του και τον αναγκάζουν να δημιουργήσει ένα άνοιγμα μέσα από το οποίο θα ξεχυθεί στη ζωή του το συσσωρευμένο πεπρωμένο του».
«Και όλα αυτά μπορεί να συμβούν χωρίς καν να αντιληφθεί το άτομο ότι συμβαίνουν;» ρώτησα έκπληκτος.
«Ο νόμος του πεπρωμένου λειτουργεί σιωπηλά και είναι αόρατος», μου απάντησε. «Η πορεία του δεν γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις. Ακόμη και τα αποτελέσματά του στο φυσικό επίπεδο δεν τραβάνε την προσοχή, εκτός αν είναι ασυνήθιστα ή απροσδόκητα.
Τότε οι περισσότεροι τα χαρακτηρίζουν συμπτώσεις. Τα αποδίδουν στην τύχη.
Ή μπορεί να τα αποκαλέσουν θαύματα ή θέλημα Θεού».
«Δηλαδή, δεν υπάρχουν τυχαία συμβάντα;» ρώτησα, ξαφνιασμένος και από αυτή την ιδέα. «Δεν συμβαίνει τίποτα κατά τύχη;»
«Οι συμπτώσεις και η τύχη είναι δύο λέξεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι που δεν σκέφτονται καθαρά όταν προσπαθούν να εξηγήσουν ορισμένα γεγονότα.
Βλέπουν μόνο τις εξωτερικές πλευρές ενός μικρού τμήματος της ιστορίας του δράστη.
Δεν βλέπουν τις διασυνδέσεις που παράγουν τα αίτια. Επομένως, δεν βρίσκουν καμιά εξήγηση για όσα βλέπουν και νιώθουν. Και δεν τη βρίσκουν λόγω των σωματικών, νοητικών και ψυχικών περιορισμών του είναι τους.
Έτσι χρησιμοποιούν όρους όπως τύχη, σύμπτωση ή θεία πρόνοια για να εξηγήσουν το μυστήριο, επειδή δεν καταλαβαίνουν ότι το πεπρωμένο του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του.
Το μυστήριο του κόσμου δημιουργείται από το διαχωρισμό του αιτίου από το αποτέλεσμα».
Richard Matheson Το μονοπάτι εκδόσεις διόπτρα