Φαντάσου ότι είσαι στην Αργεντινή, κι ένας φίλος σου, σου ζητάει να τον συνοδεύσεις στο καζίνο της όμορφης πόλης Μαρ δελ Πλάτα, λέγοντάς σου ότι έχει ένα προαίσθημα πως απόψε θα κερδίσει ένα μεγάλο ποσό παίζοντας στη ρουλέτα. Εσύ, που δεν τα πιστεύεις αυτά, του λες ότι είναι γελοίο να κάνετε τόσο δρόμο για να πάτε να παίξετε μερικές μπίλιες.
Τέσσερις ώρες αφότου αφήσατε το Μπουένος Άιρες, ο φίλος σου, που είναι στο τιμόνι, στρίβει σε μια πλατεία και παίρνει την ευθεία για το περίφημο καζίνο. Παρκάρει και μπαίνετε μαζί στο κτίριο.
“Δεν θα πιούμε πρώτα έναν καφέ;” τον ρωτάς.
“Δεν έχουμε καιρό” λέει αυτός, ενώ αγοράζει μάρκες.
Στο πρώτο τραπέζι ρουλέτας που συναντάτε, ο φίλος σου ρωτάει μια κοκκινομάλλα με στενό φόρεμα:
“Ποιο νούμερο ήρθε;” λες κι αυτό το στοιχείο σήμαινε κάτι…
“Το 20” του απαντάει η γυναίκα, σχεδόν χωρίς να τον κοιτάξει και χωρίς ν’ αφήνει καμία αμφιβολία πως εκείνη δεν είχε παίξει ούτε μία μάρκα σ’ εκείνο το νούμερο.
“Το τυχερό μου νούμερο” λέει ο φίλος σου. Και αμέσως βάζει όλες τις μάρκες που έχει στα χέρια του γύρω από το 20.
Μετά το πασίγνωστο “όχι άλλα”. ο κρουπιέρης ανακοινώνει…”20 μαύρο”.
Ο φίλος σου ξεφωνίζει και σ’ αγκαλιάζει, ενώ η μπάνκα βάζει μπροστά του πάνω στο τραπέζι μια στοίβα μάρκες.
Ο φίλος σου αρχίζει να τις παίζει γρήγορα γρήγορα. Εσύ δοκιμάζεις να του πεις να ηρεμήσει, εκείνος όμως στο τέλος έχει βάλει όλες του τις μάρκες γύρω από το ίδιο νούμερο, το 20, ένα δευτερόλεπτο πριν ο κρουπιέρης ξαναπεί: “όχι άλλα”.
Η μπίλια γυρίζει…σταματάει…και ο χειριστής ανακοινώνει: “20 μαύρο”.
Ο κόσμος γύρω από το τραπέζι, που ούτε καν σας γνωρίζει, αναφωνεί έκπληκτος ένα παρατεταμένο “ωωωωω” και αρχίζει να χειροκροτεί, ενώ ο τύπος με τα μαύρα βάζει αρκετές πλάκες και πάρα πολλές μικρότερες μάρκες μπροστά στο φίλο σου.
Εσύ προσπαθείς να τον πείσεις να μην παίξει άλλο, ο φίλος σου όμως επιμένει ότι αυτή είναι η τυχερή του βραδιά και βάζει όλα του τα κέρδη στο νούμερο 20.
Πέφτει μια σιωπή αγωνίας που τη διακόπτουν μόνο οι ήχοι απ’ τους ψιθύρους του κόσμου, που λένε όσα κι εσύ σκέφτεσαι, και κάποια άλλα που δεν τολμάς ούτε να τα σκεφτείς.
“Όχι άλλααααααα!”. Αυτή τη φορά η πρόταση ακούγεται παρατεταμένη.
Η μπίλια αρχίζει έναν από εκείνους τους γύρους που μοιάζουν ατελείωτοι και δεν ενδείκνυνται για καρδιακούς και, τέλος, μετά από μερικά τινάγματα και αναπηδήματα, πέφτει στο οριστικό αυλάκι.
“20 μαύρο!” φωνάζει ο υπάλληλος του καζίνου.
Γίνεται χαμός από φωνές, κι όλοι όσοι βρίσκονται στο κτίριο πλησιάζουν να δουν τι τρέχει. Οι πιο κοντινοί χοροπηδάνε γύρω σας, σας φιλούν και χτυπάνε παλαμάκια σαν να ήταν όλοι συνέταιροι στα κέρδη.
Το καζίνο κλείνει και ενώ ο φίλος σου περιμένει στην ουρά για ν’ αλλάξει τις μάρκες του με χρήματα, εσύ δεν μπορείς παρά να σχολιάσεις την αποψινή του τύχη:
“Τέσσερις φορές στη σειρά το 20. Φανταστικό!”
“Ναι” λέει εκείνος. “Το ήξερα πως θα είχα τύχη, αλλά ούτε στο’ όνειρό μου έτσι…”
“Όμως ήταν μεγάλο ρίσκο να παίζεις πάντα το ίδιο νούμερο. Δεν νομίζεις;” του λες εσύ, κάνοντας ένα σχόλιο που, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, φαίνεται παραπάνω κι από βλακώδες.
“Πάντα παίζω το 20. Δεν σου είπα πως είναι το τυχερό μου νούμερο; Είναι το μόνο νούμερο που παίζω” καταλήγει ο φίλος σου τη στιγμή που του δίνουν μια τσάντα για να βάλει τα λεφτά που κέρδισε.
“Και γιατί το 20;” τολμάς τελικά να ρωτήσεις.
“Γιατί στις 20 είναι που πέθανε ο θείος μου, ο Εουλάλιο”.
“Δεν καταλαβαίνω…Τώρα δεν είπες ότι είναι το τυχερό σου νούμερο; Τι σχέση έχει η τύχη με το θάνατο του θείου σου;”
‘Έχει. Εγώ τον μισούσα τον θείο Εουλάλιο”.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Ο Μύθος της Θεάς Τύχης” από τις εκδόσεις Opera