……Αν με ρωτήσουν τι σου βρίσκω, δε θα τους πω, μήπως και σε ανακαλύψουν κι εκείνοι και σε πάρουν από μένα.
Τι είναι εκείνο για τον καθένα το χειροπιαστό ή το άπιαστο που τον εμπνέει, που βάζει ή βγάζει τα φτερά από τους ώμους;
Που του ανοίγει τα μάτια, τον σηκώνει από το κρεβάτι, τον ντύνει, τον φροντίζει, τον νταντεύει, τον ξεδιπλώνει στον ήλιο, του πιάνει κουβέντα, του ψήνει καφέ, τον νανουρίζει, του κλείνει τα μάτια!
Μη βιάζεσαι να απαντήσεις. Ήθελες να καλοκαιριάσει, γιατί έλεγες πως θα πεθάνεις αν κρατήσει ο χειμώνας περισσότερο. Μα ο χειμώνας κρατάει λίγο σε τούτο τον τόπο. Λες και τα ‘χες συμφωνημένα με τα στοιχειά της φύσης. Σου έκαναν κι εκείνα τη χάρη. Ποιος άλλωστε μπορούσε να σου αρνηθεί τίποτα;
Όλα τα είχες δαμάσει, γιατί δεν άντεχαν να μαραίνεσαι και να παραπονιέσαι. Ψυχή άγρυπνη με δύο μεγάλα φωτεινά μάτια, καντήλια στο χρόνο, να περιφέρεσαι θρασύτατα στα όνειρα των ανθρώπων.
“Πιάσου από κάτι”, μου ‘λεγες συνέχεια. “Βρες το και κράτησέ το σφικτά, αλλιώς δε θα επιβιώσεις”. Δυνάστης το μυαλό του ανθρώπου. Στοιχειό φοβερό, να σου θυμίζει, να ξύνει μνήμες, να λυπάται. Να λυπάσαι πάντα, μ’ ακούς;
Ό,τι κι αν είναι, μη συμβιβαστείς και μην ξοδεύεσαι ασυλλόγιστα. Κράτα το φως αναμμένο κι ας λένε πολλοί πως “ζούμε άχαρες μικρές ζωές” και προσπάθησε σε παρακαλώ να μη με μισήσεις.
Δεν θύμωνες ποτέ, κι ήσουν πάντα εκεί να ανοίξεις τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας. Απομεινάρι της ζωής μου, εσύ.
Θα ‘θελα να ‘χα χρόνια να στα χάριζα. Η ζωή μου είναι δική σου. Μόνο για σένα. Ορίστε. Άρπαξέ την τώρα που ‘ναι καιρός. Να ‘χεις δύο ζωές να ζεις. Δε μου φτάνει η μια που ‘χεις μόνο. Μάτια μου μελένια, να στα βγάλω να τα κρατήσω για φυλαχτό! Έλα μην κλαις σε παρακαλώ! Έγινες ολόκληρος άντρας κι ακόμη κλαις; Το γνωρίζω εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι.
Την τελευταία φορά που σε είδα ήταν άνοιξη κι εσύ δούλευες στο γνωστό μπαράκι. Είχες πιει λίγο παραπάνω και τα μάτια σου γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Ο Αλκίνοος τραγουδούσε για τα χρόνια που είναι ένα δοχείο, ένα φτηνό ξενοδοχείο. Δεν άντεχα να σε βλέπω. Όχι, εκείνο το βράδυ δεν άντεξα κι έκλαψα πολύ μέσα στο αυτοκίνητο, θαρρείς κι ήξερα.
Μαζί χορέψαμε μεθυσμένοι στο μπαράκι που δούλευες την μπαλάντα του κυρ Μέντιου. Άκουσον άκουσον!
Δεν μας ένοιαζε. Τα έκρυβες τα τραγούδια σου. Τον δικό μας κόσμο, τους φίλους μας. Και λυπόσουν για ‘κείνους τους χαμένους “ό,τι ρυθμό κι αν τραγουδώ χορεύουν τσιφτετέλι” και μου πονάνε τα μάτια. Έτσι μου ‘λεγες. Θυμάσαι;
Είχαμε όντως τα νιάτα μας. Πίσσα και πούπουλα! φώναζα. Τόσα χρόνια δεδομένα και κουβέντες ανείπωτες. Στέρεος σαν ένα κομμάτι πέτρα πίσω από το μπαρ, με τα μάλμπορο και τα κιτρινισμένα δάχτυλα. Λίγα λόγια. Μετρημένα κι ακριβά. Σαν εσένα. Τη ζωή μου για σένα. Θα χαθώ αν μου πάθεις τίποτα. Μ’ ακούς; Άδειοι οι τοίχοι. Γέρασα και δε με γνωρίσανε! Μάτια μου μελιά μήπως σβήσατε;
“Έλα και πάρε με”. Η Μ. όταν έπινε πολύ άπλωνε τον ίσκιο της σαν τις ρίζες του δέντρου σε όλα τα τετραγωνικά του μπαρ και φώναζε απαρηγόρητη. “Θα σε αναγνωρίσω. Έλα να λογαριαστούμε, γιατί άργησα κι αποκαρδιώθηκα και σκιάχτηκα και ξέμεινα κι απόμεινα μονάχη να θρηνώ. Έλα, γιατί ντρέπομαι που δεν έμαθα να ζητώ. Ξέμαθα να νοσταλγώ κι η ντουλάπα μου είναι αδειανή. Κι ο νεροχύτης καθαρός. Τα σεντόνια σκοινιά και το μπαλκόνι ακατοίκητο. Τα τασάκια άκαπνα κι οι μυρωδιές εξόριστες. Κι οι ανάσες περισσεύουν πάνω από τα έπιπλα.
Έλα να συντονιστούμε στον ίδιο ρυθμό. Πάρε τη φυλή σου κι ελάτε να με βρείτε. Δεν βαστώ άλλο μονάχη. Ζήτα μου τα ρέστα, γιατί σε έδιωχνα. Δεν ακούω κανέναν πλέον. Δεν με νοιάζει τίποτα.
Έλα και σήκωσέ με ψηλά. Βάλε με στο χάρτη. Θα αφήσω την πόρτα ανοιχτή. Θα χτίσω το σπίτι μας, απόλυτο, μοναδικό και θα του βάλω ρόδες για να με πηγαίνεις όπου τραβάει η καρδιά σου. Θα φτιάχνω τον καφέ και θα τον πίνουμε ξυπνώντας κάθε μέρα την ίδια μέρα. Κουβάλησέ με στα χέρια σου και κάλεσε τους φίλους μας να το γιορτάσουμε”.
Έλα και πάρε με , γιατί ο έρωτας είναι σαν τις ανύποπτες, μικρές στιγμές καθημερινής ευτυχίας. Σαν τα καθαρά σεντόνια, σαν τον ήλιο όταν μας καίει το μούτρο και νιώθουμε μια γλυκιά ζέστη χαμηλά στην κοιλιά. Σαν να βρίσκεις χρόνο για σένα ή χρήματα στο δρόμο.
Να σκοντάφτεις σε φίλους από τα παλιά, να μυρίζει το σπίτι φρεσκοψημένο κέικ.
Έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις, είναι έντονος μέσα στην ασημαντότητα της ζωής, που την αφήνουμε να μας παιδεύει.
Έλα και πάρε με τώρα πριν να είναι πολύ αργά. Μόνο εμένα. Μ’ ακούς; Ρίξε σκοινί και πιάσε με.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αθηνάς Τερζή “Αν είχα μια Μαρία σε μια σοφίτα” από τις εκδόσεις πηγή