Πριν από λίγο καιρό, επιστρέφοντας από ένα μεγάλο κοπιαστικό ταξίδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού – και λόγω της αλλαγής της ώρας -, έπεσα στο κρεβάτι κι άρχισα να παλεύω με τον ύπνο ο οποίος, παρά την κούραση που είχα, φαίνεται πως ήθελε παρακάλια.
Άνοιξα τον ταξιδιωτικό μου σάκο κι έβγαλα ένα βιβλίο του Τζιοβάννι Παπίνι: Ο τυφλός πιλότος, που είχα αρχίσει κατά τη διάρκεια της πτήσης.
Το άνοιξα στη σελίδα που είχα βάλει την κάρτα επιβίβασης, κι εκεί ακριβώς άρχιζε μια ιστορία στην οποία ο Παπίνι είχε δώσει τον τίτλο: “Ποιος είσαι;”
Η ιστορία – σίγουρα ανησυχητική – θα άξιζε να έχει έναν αναγνώστη με μεγαλύτερη διαύγεια.
Γίνεται λόγος λοιπόν για έναν άνθρωπο αρκετά δημοφιλή, ο οποίος μια ωραία πρωία συνειδητοποιεί ότι όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι του δείχνουν να μην τον γνωρίζουν, λες και κάτι τον διέγραψε από τη μνήμη των ανθρώπων του περιβάλλοντός του.
Δεν κατάφερα να τελειώσω την ιστορία εκείνη τη νύχτα, θυμάμαι όμως πως το πρωί που ξύπνησα (ή ονειρεύτηκα ότι ξύπνησα), στο μυαλό μου είχε καρφωθεί η ερώτηση του Παπίνι: “Ποιος είσαι;”
Σ’ εκείνη την κατάσταση, μεταξύ διαύγειας και σύγχυσης στην οποία βρίσκεται κάποιος λίγα λεπτά πριν ξυπνήσει για τα καλά, ένιωσα να με βαραίνει το ερώτημα, και αναρωτήθηκα (επίσης εξαιτίας του Παπίνι), αν είχα μια αληθινή, κατάλληλη απάντηση σ’ εκείνη την ερώτηση.
Δεν θα μπορούσα σήμερα να πω πόση ώρα έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακίνητος σχεδόν, προσπαθώντας να μη διαλύσω εκείνο το βίωμα της έκπληξης, εκείνον τον εσωτερικό διάλογο, που από τη μια πλευρά μου φαινόταν γελοίος, αλλά από την άλλη με αναστάτωνε – ίσως υπερβολικά.
Ξαφνικά, έγινε σαφές για μένα από εκείνη τη στιγμή και μετά, ότι όλα όσα μπορώ να πω για μένα, “είμαι εγώ”. Αλλά ότι, επίσης, δεν είμαι μόνον αυτό. Προφανώς είμαι (και όλοι είμαστε) πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούν να οριστούν με λέξεις.
“Ορίζω”, σημαίνει “θέτω όρια”. Ξέρω πού αρχίζει και πού τελειώνει αυτό που ορίζω. Το να ξέρω κάποια πράγματα για μένα, σίγουρα δεν αρκεί για να μπορώ να ορίσω – ούτε καν για λογαριασμό μου – το ποιος ακριβώς είμαι.
Μπροστά στη αδυναμία μας να την περιγράψουμε – όχι με λόγια, αλλά ως βίωμα -, η έννοια της ταυτότητας ελάχιστα διαφέρει από την έννοια της ψευδαίσθησης. Είναι το σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι μικρές ιστορίες που διηγούμαστε στον εαυτό μας (και που, όπως καλά γνωρίζουμε όλοι οι θεραπευτές, δεν είναι πάντα αληθινές) για να κάνουμε τη ζωή μας ανεκτή και τη σκέψη μας συγκροτημένη.
Πρέπει ίσως – με κουράγιο και συγκατάβαση -, να αποδεχτούμε ότι, κατά βάθος, η ιδέα που έχουμε φτιάξει για τον ίδιο μας τον εαυτό αποτελεί ένα βολικό κατασκεύασμα που δεχόμαστε και δεν αμφισβητούμε επειδή αποτελεί ένα κάπως ασφαλές σημείο αναφοράς.
Όλη αυτή η εξέλιξη δε φαίνεται να αποτελεί λόγο ανησυχίας, υπάρχει όμως κάτι εδώ που θα πρέπει να αποδεχτούμε: ότι αν συμβιβαστούμε πως “είμαστε” μόνον όσα ξέρουμε για τον εαυτό μας, θα καταλήξουμε δεμένοι και παγιδευμένοι, χωρίς περιθώρια για αλλαγή και εξέλιξη.
Εγκλωβισμένοι στη φυλακή της ταυτότητάς μας, χάνουμε κάθε εναλλακτική δυνατότητα να εξερευνήσουμε το πώς είναι να γίνεσαι κάθε μέρα κάτι καινούριο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Ο δρόμος της πνευματικότητας” από τις εκδόσεις Opera