Το χρήμα συνδέεται σχεδόν πάντα με τη δράση. Ανταλλάσσουμε αγαθά, συμφωνούμε για κάποια τιμή με βάση τις σχετικές αξίες των αγαθών που ανταλλάσσουμε – κα αυτό είναι το χρήμα (τουλάχιστον αυτό είναι το μέρος του χρήματος που σχετίζεται με την τιμή).
Ακόμα κι ένα χρέος, μια αρνητική δηλαδή αξία, δεν είναι πραγματικά αρνητικό. Δείχνει απλώς την κατεύθυνση της ροής – από τον οφειλέτη στον πιστωτή.
Ουσιαστικά δεν υπάρχει τρόπος να κάνουμε με το χρήμα κάτι που να είναι ισοδύναμο του «Μην πηγαίνεις στο μανάβη». (Αυτό είναι δυσνόητο, είναι ένα Ζεν κοάν όπως το «δεν υπάρχει δεν»).
Το χρήμα απλώς υπάρχει. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορείς να πεις ότι κάτι δεν έχει τιμή, πράγμα που θα σήμαινε ότι δεν έχει ανταλλακτική αξία.
Το κάθε τι έχει ανταλλακτική αξία – πάντα θα υπάρχει κάποιος κάπου που θα ήθελε να το αποκτήσει, αν η τιμή του ήταν αρκετά χαμηλή.
Το τραπεζάκι του υπολογιστή μου δεν έχει εγγενή αξία, έχει όμως ανταλλακτική αξία η οποία παίρνει υπόσταση μόνο τη στιγμή της ανταλλαγής.
Σ΄αυτό το σημείο, οι οικονομολόγοι θα επισήμαιναν ότι υπάρχουν πράγματα που τα μεταχειριζόμαστε σαν να ήταν δωρεάν – χωρίς τιμή – αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια.
Ο αέρας και η θάλασσα είνα δύο παραδείγματα αγαθών που κατά παράδοση αντιμετωπίζονται μ΄αυτό τον τρόπο.
Βέβαια, αυτή την ιδέα μας, ότι ο αέρας είναι δωρεάν, την πληρώνουμε σήμερα με την μορφή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για τον καρκίνο του πνεύμονα, μέτρων για τον έλεγχο της ρύπανσης από τα αυτοκίνητα και με αμέτρητους άλλους τρόπους. Πληρώνουμε ακριβότερα για τα ψάρια που τρώμε και για τον καθαρισμό των ακτών μας, ακριβώς επειδή θεωρήσαμε ότι η θάλασσα ήταν δωρεάν.
Για να συμπληρωθεί η ονειρική εικόνα του χρήματος, κοιτάξτε την παγκοσμιότητά του. Στη Ζανζιβάρη, στο Μόντρεαλ, στο Καζακστάν ή στο Περού, το χρήμα είναι παντού το ίδιο.
Μόνο η γλώσσα φαίνεται να είναι το ίδιο παγκόσμια σαν ανθρώπινο χαρακτηριστικό.
Τι μπορεί όμως να σημαίνουν όλα αυτά;
Όποιος κυνηγάει όνειρα, μένει στο τέλος με τα χέρια αδειανά.
Κατά μία έννοια, αυτό συμβαίνει και στον άνθρωπο που περνάει όλη του τη ζωή κυνηγώντας το χρήμα. Αναζητάει κάτι που δεν είναι πραγματικό, που δεν υπάρχει και η κατάληξη που τον περιμένει είναι μια κενή ύπαρξη.
Στο τέλος δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος που ήταν όταν ξεκίνησε.
Ίσως κάποιος θα μπορούσε να με πείσει για το αντίθετο, συστήνοντάς μου έναν άνθρωπο ο οποίος ξεκίνησε στη ζωή του με σκοπό να αποκτήσει πολλά χρήματα και κατέληξε ένα ολοκληρωμένο και ενδιαφέρον άτομο.
Η πείρα μου πάντως από ανθρώπους που ξεκίνησαν με σκοπό να αποκτήσουν πολλά χρήματα είναι ότι, όταν τελικά τα αποκτούν, ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα που μπορούν να κάνουν με τα πλούτη τους ή ότι έχουν αλλάξει τόσο πολύ, ώστε απέχουν πλέον από αυτό που θα ήθελαν να είναι.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Michael Phillips «Οι Επτά Νόμοι του Χρήματος» από τις εκδόσεις ΑΙΩΡΑ