Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου σήκωσε το κεφάλι του και είδε μια κομψή ηλικιωμένη γυναίκα που περίμενε να πάρει τον αριθμό του δωματίου της.
Ο σωφέρ της στεκόταν δίπλα, μεταφέροντας στα χέρια του ένα νεαρό.
Χωρίς να δείξει έκπληξη ο υπάλληλος ζήτησε συγγνώμη επειδή το ξενοδοχείο δεν είχε εγκαταστάσεις που να διευκολύνουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Η κυρία ζήτησε να μάθει ποιος ήταν το άτομο με ειδικές ανάγκες.
«Ο γιος σας», απάντησε ο υπάλληλος. «Είναι φανερό ότι δεν μπορεί να περπατήσει».
Η γυναίκα χαμογέλασε λέγοντας: «Όχι, μια χαρά μπορεί να περπατήσει. Δόξα τω Θεώ όμως, δεν είναι υποχρεωμένος».
Σκεφτείτε ότι αυτή η μητέρα είναι μια ασφαλιστική εταιρεία, ο σωφέρ είναι ο γιατρός και ο νεαρός είναι ο ασθενής που περιμένει από τους γιατρούς να του κάνουν αυτό που μπορεί μια χαρά να κάνει ο ίδιος στον εαυτό του, ενώ κάποιος άλλος πληρώνει τα σπασμένα – ιδού ένα μοντέλο της κρίσης που περνάει το σύστημα περίθαλψής μας!
Ο Δρ. Τζον Νόουλς, πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, υπέδειξε έναν τρόπο επίλυσης του προβλήματος: είπε στους συναδέλφους του ότι το επόμενο μεγάλο βήμα της Ιατρικής δεν θα είναι η ανακάλυψη κάποιου νέου φαρμάκου, ούτε η εφεύρεση μιας νέας θεραπείας, αλλά «αυτό που θα μπορούν να μάθουν να κάνουν οι ίδιοι οι ασθενείς για τον εαυτό τους».
Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αποκτούν μια εξάρτηση από ακριβά φάρμακα χωρίς συνταγή. Αν ερευνήσουμε λίγο το ζήτημα, θα δούμε ότι η δράση αυτών των φαρμάκων είναι εικονική, τόσο αποτελεσματική όσο και τα παλιά γιατροσόφια από λάδι φιδιού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν αποτέλεσμα – κάθε άλλο.
Οι λέξεις «σούπερ δύναμη» ή κάτι που είναι παρόμοιο που είναι τυπωμένες στη συσκευασία τους ίσως να μην αναφέρονται στο περιεχόμενο.
Η θεραπευτική ουσία, αυτή που φέρνει αποτέλεσμα, δεν περιέχεται στη συσκευασία αλλά στο μυαλό του ασθενούς, όπως και σε όλους τους ανθρώπους.
Υπήρχε κάποτε ένας γκουρού που μπορούσε να θεραπεύσει όλες τις ασθένειες. Για να τον συναντήσουν, οι ασθενείς έπρεπε να ταξιδέψουν στο εσωτερικό του Θιβέτ, να ανεβούν σ’ ένα βουνό και να κατασκηνώσουν έξω από το σπήλαιο που ζούσε για τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Την τέταρτη ημέρα, ο γκουρού έβγαινε έξω και έλεγε στους ασθενείς να φύγουν γιατί είχα θεραπευτεί. Αυτό λειτουργούσε πάντα.
Όποιος και να ήταν, απ’ ό,τι κι αν υπέφερε, πήγαινε σπίτι του υγιής.
Ένας από τους μαθητές του τον ρώτησε για το μυστικό της επιτυχίας του. Ο γκουρού του είπε ότι αν η επιθυμία να γίνει κάποιος καλά ήταν τόσο δυνατή που να μπορεί να στηρίξει ένα τέτοιο ταξίδι και να τον κάνει ν’ αντέξει τρία μερόνυχτα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, τότε δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα παραπάνω.
Τη στιγμή που θα τον έβλεπε, ήταν ήδη θεραπευμένος – απλώς, επειδή περίμενε απ’ αυτόν να του κάνει κάτι, ο γκουρού έψελνε μια ευχή.
Απόσπασμα από το βιβλίο των Dr. Irving Oyle & Susan Jean «Το Μαγικό Θέατρο» από τις εκδόσεις Έσοπτρον