Η Ραζ Νταρουάνι, όταν παραπονιόταν ένα μέλος της ομάδας για κάτι δυσάρεστο με τη φράση που ακούμε συχνά: «Μα γιατί σ’ εμένα;» απαντούσε χωρίς ίχνος συμπόνιας: «Και γιατί όχι σ΄εσένα; Ποια προνόμια θεωρείς ότι σου αναλογούν;»
Όπως έλεγα επανειλημμένα στον «Δρόμο των Δακρύων», όλοι πρέπει ν’ αντέξουμε τις απώλειες· μεγάλες ή μικρές, δίκαιες ή άδικες, αναγκαίες ή ανώφελες, όλοι θα πρέπει να περάσουμε απ’ αυτές.
Αποστασιοποιούμαι, σημαίνει ότι μαθαίνω να ζω και ν’απολαμβάνω αποδεχόμενος πως μπορεί να μην έχω κοντά μου τα πράγματα που αγαπώ.
Αποστασιοποίηση είναι η ικανότητα ν’ αφήνω να φύγει αυτός που αγαπώ, κυρίως χωρίς να πάψω να τον αγαπώ.
Αποστασιοποίηση σημαίνει ότι αφήνω κάτι να φύγει χωρίς να το μισήσω.
Αποστασιοποίηση είναι να καταλάβουμε ότι, αργά ή γρήγορα, «το άλλο» θα μας αφήσει, ή θα πρέπει να το αφήσουμε εμείς (τουλάχιστον, με τον τρόπο που το γνωρίσαμε ως εκείνη τη στιγμή).
Όταν το καταφέρνω αυτό, συμβαίνει κάτι υπέροχο.
Συμβαίνει ότι τότε…. μπορώ και να έχω, και να επιθυμώ, και να κατέχω πράγματα, και να δημιουργώ σχέσεις, χωρίς όμως να εξαρτώμαι από τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά.
Διαβάστε επίσης: Χόρχε Μπουκάι: Να δίνεις χωρίς να περιμένεις πληρωμή και να παίρνεις δίχως να νιώθεις υποχρέωση
Η αποστασιοποίηση – όπως εγώ την καταλαβαίνω – καθόλου δεν σημαίνει ότι απομακρύνομαι από τον κόσμο. Τουναντίον, η αποστασιοποίηση είναι που μου επιτρέπει να σχετίζομαι μαζί του χωρίς να τον βιώνω ως απειλή.
Για να δεχτώ, λοιπόν, αυτές τις δυνατότητες που μου παρέχει η αποστασιοποίηση, πρέπει να καταλάβω πως η ζωή μου δεν εξαρτάται απ’ το τι έχω, και πρέπει να καταλάβω πως αυτός που αγαπώ ή ποθώ δε μου έχει γίνει αναγκαίος ή απαραίτητος για να συνεχίσω να ζω. Πρέπει να μεταβάλλω την πεποίθησή μου (απόρροια μιας εσφαλμένης προκατάληψης) ότι αν χάσω τούτο ή τ’ άλλο, ο πόνος θα με εκμηδενίσει.
Αν πιστεύω πως δεν μπορώ «να ζήσω χωρίς εσένα», τότε θα κάνω οτιδήποτε για να σε κρατήσω: θα γίνω κάποιος άλλος απ’αυτόν που είμαι για να σου αρέσω, θα καταφύγω στα παράπονα, τα ψέματα ή και στη βία ακόμη.
Αν θεωρώ πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη δουλειά μου, θα κάνω οτιδήποτε για να την κρατήσω: θα ανεχτώ οποιαδήποτε προσβολή, θα εγκαταλείψω κάθε άλλη δραστηριότητα.
Αν νομίζω πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς ένα ορισμένο ποσό χρημάτων, θα μου γίνει εμμονή να τα μαζέψω, να τα φυλάξω, και ποτέ να μην τα ξοδέψω.
Θα μπορούσε κάποιος να μου πει:
«Τι τοξικό υπάρχει στο να ζω με το φόβο μήπως χάσω τη δουλειά μου; Ασφαλώς και αφιερώνω πολύ χρόνο προσκολλημένος σ’ αυτήν και στην εταιρεία μου, αλλά τη χρειάζομαι στ’ αλήθεια».
Κι εγώ θα μπορούσα ν’ απαντήσω:
«Δεν το πιστεύω. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ένας άνθρωπος χρειάζεται μια δουλειά, εξακολουθεί να μην είναι βέβαιο ότι χρειάζεται αυτή τη δουλειά. Είναι πολύ πιθανό, αν δεν τη βιώνει σαν απειλή, να την προσέχει περισσότερο κι ίσως να τη χαρεί και λίγο. Ή όχι;»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος της Πνευματικότητας» από τις εκδόσεις opera/animus