Το 1895 ο Γερμανός καθηγητής Γουλιέλμος Κόνραντ Ρέντγκεν, ενώ έκανε πειράματα με καθοδικές ακτίνες ρεύματος υψηλής τάσης, ανακάλυψε τυχαία ότι ένα αντικείμενο από πλατινοκυανούχο κρύσταλλο βαρίου που υπήρχε στο γραφείο του φωσφόριζε όταν έπεφταν πάνω του οι ακτίνες.
Άρχισε να πειραματίζεται με αυτό το τυχαίο συμβάν, ώσπου ανακάλυψε πως όποιο αντικείμενο παρεμβαλόταν ανάμεσα στην οθόνη του κρυστάλλου και στο σωλήνα που εξέπεμπε γινόταν διάφανο, καθώς οι ακτίνες το διαπερνούσαν χωρίς πρόβλημα.
Κάποια στιγμή αποτόλμησε να βάλει στη θέση του αντικειμένου το ίδιο του το χέρι και είδε έκθαμβος πάνω στην οθόνη το σκελετό του χεριού του.
Είχε ανακαλύψει τις ακτίνες Χ, που έφεραν επανάσταση στην ιατρική με τις ακτινογραφίες και χάρισαν στον Ρέντγκεν το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής. Όμως τα πράγματα δεν αποδείχτηκαν εύκολα για τον Ρέντγκεν, τουλάχιστον στην αρχή. Αυτός ενημέρωσε μεν την επιστημονική κοινότητα, αυτή όμως άρχισε να τον χλευάζει και να λοιδορεί την εφεύρεσή του.
Ειδικά ο απλός κόσμος παρεξήγησε ολωσδιόλου τις νέες ακτίνες. Οι περισσότεροι νόμισαν ότι επρόκειτο για ένα νέο είδος φωτογραφικής μηχανής, που θα αντικαθιστούσε τις παλιές.
Αναρωτιόταν λοιπόν σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα “Ο ηλεκτρολόγος του Λονδίνου”: «Επανάσταση; Ποια επανάσταση; Μα ποιος θα δεχτεί να φωτογραφηθεί με αυτό το νέο μηχάνημα και αντί για το πορτραίτο του να φαίνονται μόνο το κρανίο του, τα οστά του, τα μεταλλικά κουμπιά του και τα δαχτυλίδια που φορά;».
Ένας κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϋ, ονόματι Ριντ, θεώρησε αυτή την εφεύρεση διαβολική, διότι πίστευε ότι οι ακτίνες Χ διαπερνούν τα ρούχα και αφήνουν το ανθρώπινο σώμα έκθετο στα αδιάκριτα βλέμματα.
Έβγαλε λοιπόν το 1896 ένα νόμο, με τον οποίο απαγόρευε να τοποθετούνται ακτίνες Χ στις διόπτρες των θεάτρων, ώστε οι θεατές των θεάτρων και της όπερας να μη βλέπουν γυμνούς τους ηθοποιούς και τις ηθοποιούς πάνω στη σκηνή.
Αντιθέτως, η εφεύρεση ενθουσίασε τις λογής λογής οργανώσεις εναντίον του καπνίσματος και του αλκοολισμού.
Μη γνωρίζοντας ότι μόνο τα σκληρά μέρη του ανθρώπινου σώματος δε διαπερνώνται, άρα γίνονται ορατά με ακτίνες, οι οργανώσεις πρότειναν να υποβάλλονται σε ακτινογράφηση όλοι οι πότες και οι καπνιστές για να δουν οι ίδιοι την κατάσταση των σπλάχνων τους.
Στον πρόεδρο του Συνδέσμου Εγκράτειας, που το πρότεινε, οι καπνιστές και οι πότες απάντησαν με συνέδριο, τα αποτελέσματα του οποίου ανακοίνωσε ειρωνικά ο πρόεδρός του, Τζο Ρότζερς: «Οι ακτίνες αυτές είναι αδύνατον να διαπεράσουν τη γεμάτη αναθυμιάσεις ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει, συνεπώς άδικα παλεύετε».
Επειδή επικράτησε μαζικά η άποψη ότι οι ακτίνες Χ δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ηλεκτρομαγνητικό στριπτίζ, μια πανέξυπνη βιομηχανία γυναικείων εσωρούχων στην Αμερική πλάσαρε εσώρουχα αδιαπέραστα στις ακτίνες κι έκανε πάταγο. Ξεπούλησε, καθώς υπήρξε μια περίοδος που όλοι πίστευαν ότι κυκλοφορούσαν λαθραία στην αγορά γυαλιά που εξέπεμπαν τέτοιες ακτίνες.
Διαβάστε επίσης: Η εντυπωσιακή ιστορία της Ασπιρίνης
Η ακτινογραφία επιβλήθηκε με καθυστέρηση στα νοσοκομεία της Ευρώπης και της Αμερικής, διότι επιφανείς χειρουργοί προέβαλλαν ένα εκπληκτικό επιχείρημα: «Οι ακτίνες αυτές αποκαλύπτουν λανθασμένες συγκολήσεις ή θεραπείες οστών, ενώ ο ασθενής έχει γίνει καλά και δεν έχει καμία ενόχληση. Συνεχώς συκοφαντούν τον ιατρικό κόσμο». Το πόσο στέκει ένα τέτοιο επιχείρημα κρίνετέ το μόνοι σας.
Παρά τις αντιδράσεις πάντως, τα ακτινολογικά μηχανήματα άρχισαν να μπαίνουν στα νοσοκομεία, αν και όχι σε περίοπτη θέση: σε υπόγεια και σε σοφίτες, ενώ οι πρώτοι ειδικοί γιατροί δεν είχαν και μεγάλο κύρος μεταξύ των συναδέλφων τους.
Και πάλι όμως τα πράγματα δεν κύλησαν ομαλά. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την πρώτη λειτουργία αυτών των μηχανημάτων, άρχισαν να πεθαίνουν οι ακτινολόγοι σαν κοτόπουλα.
Μόνο τότε έγιναν έρευνες που αποκάλυψαν πόσο βλαβερή ήταν η αθροιστική συσσώρευση της ακτινοβολίας στον οργανισμό.
Πρώτο θύμα αναφέρεται το 1912 ο Ιταλός γιατρός Αιμίλιος Τιραμπόσκι, σαράντα εννιά ετών, ο οποίος είχε κυριολεκτικά διαλυθεί εσωτερικά, όπως έδειξε η νεκροψία.
Από τότε άρχισαν να λαμβάνονται μέτρα προφύλαξης με ειδικές μεταλλικές κατασκευές στους χώρους και στολές για το προσωπικό.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη «Μια Σταγόνα Ιστορίας 2ο Μέρος» από τις εκδόσεις Πατάκη