Υπήρχε μια γυναίκα στην ουρά που ήθελε τόσο πολύ να δει τον άγιο γέροντα, ώστε δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Δεν έδινε καμιά σημασία στους άλλους προσκυνητές, γιατί όλη της η προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στην κίνηση της ουράς προς τα πάνω, λες και η δύναμη της θέλησής της θα τη βοηθούσε να φτάσει γρηγορότερα.
Όταν το βραδάκι η ουρά διαλυόταν, εκείνη απομακρυνόταν από τους άλλους, λες και αν τους μιλούσε θα την αποσπούσαν από το στόχο της ή, ακόμα χειρότερα, θα την απέτρεπαν από αυτόν. Ωστόσο κοίταζε με ένταση τους νεοφερμένους, με την ίδια ένταση που περιεργάστηκε τους ανθρώπους που βρίσκονταν μπροστά της στην ουρά τη μέρα που ήρθε. Την έλεγαν Μάριον και επειδή είχε έρθει στην αρχή της άνοιξης μπόρεσε μέσα σε έξι μόλις μέρες να φτάσει στο ερημητήριο.
Όταν ο Τζο της είπε ποιος ήταν καθώς την οδηγούσε βιαστικά στην πίσω πόρτα, τα μάτια της άστραψαν με μια έκφραση θριάμβου. «Τα κατάφερα!» σκέφτηκε και δυσκολεύτηκε να συγκρατήσει την ανυπομονησία της να τρέξει σπίτι της για να το πει στη φιλενάδα της.
Αυτή η έκφραση του θριάμβου δεν ξέφυγε από τον άγιο γέροντα.
«Μήπως θέλεις να με ρωτήσεις κάτι;»
«Όχι, στ΄αλήθεια όχι. Ήθελα μόνο να σε δω».
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Άσε με τότε να σε ρωτήσω εγώ κάτι. Ποιο είναι το αντίθετο της αγάπης;»
«Το μίσος βέβαια».
«Όχι, είναι ο φθόνος».
Τα λόγια του μάλλον έπεσαν στο κενό. Εκείνη βιαζόταν πολύ να γυρίσει σπίτι της και ο δρόμος της επιστροφής ήταν μακρύς. Το μόνο που σκέφτηκε, αστράφτωντας από θυμό ήταν «μη μου μιλάς εμένα για φθόνο! Εγώ δεν φθονώ κανέναν! Εκείνη που είναι γεμάτη φθόνο είναι η Γουίνι. Εκεί να δεις φθόνο!»
Η Μάριον και η φίλη της η Γουίνι ήταν αντίζηλες από τότε που ήταν μικρά κοριτσάκια. Η ιστορία ξεκίνησε σαν ένας συνηθισμένος, φιλικός ανταγωνισμός: ποια θα είχε το πιο όμορφο αγόρι ή το πιο όμορφο φόρεμα. Έπειτα εξελίχθηκε στο ποια θα παντρευτεί τον πιο πλούσιο άντρα και συνεχίστηκε με το ποια θα έχει το πιο μεγάλο σπίτι ή το πιο ακριβό αυτοκίνητο.
Όμως ο καθένας μπορεί να αγοράζει πράγματα. Έτσι ο ανταγωνισμός έγινε πιο εκλεπτυσμένος. Το ποια θα έχει στο σπίτι της τον πιο ενδιαφέροντα καλεσμένο τις κράτησε απασχολημένες για χρόνια. Επειδή η καταγωγή και των δύο ήταν από την επαρχία, δεν μπόρεσαν να παίξουν με μεγάλα ονόματα και έτσι το τραπέζι τους ποτέ δεν έλαμψε από την παρουσία κάποιου επίσημου, παγκόσμιας ή έστω εθνικής ακτινοβολίας. Όμως η Γουίνι κάποτε δεξιώθηκε έναν βουλευτή της περιοχής και η Μάριον τον πρόεδρο ενός κολεγίου.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε με το ποια θα κάνει τις πιο όμορφες διακοπές στο πιο πολυτελές θέρετρο. Αυτό με τη σειρά του εξελίχθηκε στο ποια θα ανακάλυπτε τις πιο ασυνήθιστες διακοπές κι αυτό τελικά κατέληξε ή μάλλον κατάντησε στο ποια θα κατάφερνε να κάνει τις πιο απαιτητικές, δύσκολες, ταλαίπωρες διακοπές, όπως το να τρέξει σε μαραθώνιο ή να διασχίσει έναν ποταμό, μια έρημο ή μια περιοχή με παγόβουνα.
Μέσα στα χρόνια που πέρασαν καμία δεν κέρδισε, παρόλο που και οι δύο χάρηκαν με τους περιστασιακούς τους θριάμβους.
Και τότε η Μάριον άκουσε να μιλούν για τον άγιο γέροντα. Ήταν πια και οι δυο χήρες και πολύ κοντά στα γεράματα. Προσευχήθηκε με όλη της την καρδιά να μην έχει ακούσει ακόμα τίποτε η Γουίνι και, στην περίπτωση που θα είχε ακούσει, να μην της έχει περάσει από το μυαλό να προσπαθήσει να τον δει. Αυτό θα ήταν πραγματικό χτύπημα! Αυτό θα ήταν η αφρόκρεμα κάθε επιτυχίας! Η Γουίνι θα γινόταν πράσινη από τη ζήλεια της και θα έχανε τελειωτικά, μια για πάντα.
Η Μάριον κατέστρωσε το σχέδιό της στα κρυφά και ξεκίνησε για την πόλη που βρισκόταν κάτω, στους πρόποδες του βουνού. Η αποστολή της είχε στεφθεί από απόλυτη επιτυχία, αν εξαιρούσε κανείς εκείνες τις ενοχλητικές λέξεις που της πέταξε ο άγιος γέροντας την ώρα του αποχαιρετισμού τους. Όταν γύρισε στο σπίτι της, δεν είπε αμέσως στη Γουίνι που είχε πάει. Περίμενε να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή, τη στιγμή που η καημένη η Γουίνι θα της ξεφούρνιζε κάποιον παιδιάστικο θρίαμβό της και τότε θα μπορούσε επιτέλους να τη συντρίψει με το καταπληκτικό της κατόρθωμα: είχε σκαρφαλώσει στο βουνό και είχε δει τον άγιο γέροντα!
Άδικα περίμενε, γιατί η Γουίνι είχε αλλάξει συμπεριφορά. Δεν έδειχνε να τη ζηλεύει ή να την περιφρονεί και είχε σταματήσει να θέλει να την εντυπωσιάσει. Η αλήθεια ήταν πως είχε γίνει πολύ γλυκιά. Η Μάριον άρχισε να υποπτεύεται ότι και η Γουίνι είχε δει τον άγιο γέροντα και ότι κι εκείνη περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να την κατατροπώσει με τα νέα της. Ή ίσως η συνάντησή της με τον άγιο γέροντα να την άλλαξε, επειδή εκείνος της έδωσε κάποιο μήνυμα, ίσως το ίδιο με αυτό που είχε δώσει και στην ίδια ή ίσως κάποιο άλλο και έτσι είχε γίνει το αξιαγάπητο πλάσμα που ήταν τώρα.
Πολύ ωραία! Τώρα λοιπόν θα της έδειχνε! Θα γινόταν ακόμα καλύτερη από εκείνη. Ανακατεύτηκε με τον κόσμο, άρχισε να κάνει καλές πράξεις και απέκτησε τη φήμη της φιλάνθρωπης. Τη γνώριζαν πια σε όλους τους εράνους, τα συσσίτια, τα ιδρύματα για τους άπορους και τα κέντρα επανένταξης. Φρόντιζε να μπαίνει η φωτογραφία της στις εφημερίδες, έτσι ώστε να μαθαίνει η Γουίνι τις δραστηριότητές της.
Έπειτα έμαθε ότι και η Γουίνι έκανε καλές πράξεις, αλλά κρυφά, χωρίς να τις δημοσιοποιεί. Μόνο ένα πράγμα είχε απομείνει. Η Μάριον αποφάσισε να πουλήσει ό,τι είχε και δεν είχε και να τα μοιράσει στους φτωχούς. Αυτό χρειάστηκε χρόνο και στο μεταξύ η Γουίνι εξαφανίστηκε. «Πολύ πιθανόν», σκέφτηκε θυμωμένα η Μάριον, «να πήγε στην Ινδία να υπηρετήσει κοντά στη μητέρα Τερέζα. Πολύ ωραία, στο καλό και να μας γράφει. Εγώ πάντως δίνω όλα μου τα λεφτά στους φτωχούς. Στο κάτω κάτω της γραφής τι να το κάνω εγώ αυτό το πελώριο, παλιό σπίτι;»
Παρ’ όλ’ αυτά, βαθιά μέσα στην καρδιά της, ένιωθε πολύ λυπημένη κάθε φορά που σκεφτόταν ότι μπορεί να έχασε την παλιά της φιλενάδα, ότι μπορεί να μην την ξαναέβλεπε ποτέ. Όμως η Μάριον βρήκε τη Γουίνι να ζει στον ξενώνα όπου μετακόμισε και η ίδια. Της είπε πόσο χάρηκε που την ξαναβρήκε, πως της έλειψε και πως την αγαπούσε.
«Κι εγώ σ΄αγαπώ», είπε η Γουίνι. «Δεν είναι καταπληκτικό που ελευθερωθήκαμε από το φθόνο και τώρα, αντί γι΄αυτόν, νιώθουμε αγάπη η μία για την άλλη;»
«Αχά! Ακριβώς όπως το υποψιάστηκα!» σκέφτηκε η Μάριον. Και στην άκρη της γλώσσας της στάθηκε μετέωρο το «ξέρεις, κι εγώ είδα τον άγιο γέροντα». Όμως κρατήθηκε, γιατί τι θα γινόταν αν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα να είχε κάνει λάθος και η Γουίνι να μην είχε πάει ποτέ να τον δει; Αυτό πραγματικά θα τη συνέθλιβε…
Ένας άγιος άνθρωπος Susan Trott εκδόσεις Η Δυναμική της Επιτυχίας