Πριν από πάρα πολλά χρόνια, ζούσε ένας άντρας που είχε την ικανότητα να αγαπάει και να συγχωρεί όσους συναντούσε. Για το λόγο αυτό, ο Θεός έστειλε έναν άγγελο για να του μιλήσει.
-Ο Θεός μου ζήτησε να έρθω να σε επισκεφτώ και να σου πω ότι επιθυμεί να σε ανταμείψει για την καλοσύνη σου, είπε ο άγγελος. Όποια κι αν είναι η χάρη που θέλεις, θα εκπληρωθεί. Θα ήθελες να είχες το χάρισμα να θεραπεύεις;
-Με κανέναν τρόπο, απάντησε ο άντρας. Προτιμώ να επιλέγει ο ίδιος ο Θεός αυτούς που πρέπει να γιατρευτούν.
-Και τι θα έλεγες να έφερνες τους ψαράδες στο δρόμο της αλήθειας;
-Αυτό είναι καθήκον για αγγέλους όπως εσύ. Δεν θέλω να με δοξάζει ο οποιοσδήποτε ούτε να χρησιμεύσω ως παράδειγμα ανά τους αιώνες.
-Δεν μπορώ να γυρίσω στον ουρανό χωρίς να σου έχω εκπληρώσει ένα θαύμα, είπε ο άγγελος. Αν δεν διαλέξεις εσύ, θα υποχρεωθείς να δεχτείς ένα.
Ο άντρας σκέφτηκε λίγο και είπε:
-Τότε επιθυμώ το καλό να πηγάζει από μένα αλλά χωρίς να το αντιλαμβάνεται κανείς, ούτε κι εγώ ο ίδιος, γιατί θα μπορούσα να διαπράξω το αμάρτημα της ματαιοδοξίας.
Και ο άγγελος φρόντισε έτσι ώστε η σκιά αυτού του ανθρώπου να έχει τη δύναμη της θεραπείας, αλλά μόνο όταν ο ήλιος τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Παντού απ΄όπου περνούσε, οι άρρωστοι γιατρεύονταν, ή γη ξαναγινόταν εύφορη και οι θλιμμένοι άνθρωποι ξανάβρισκαν τη χαρά.
Ο άντρας αυτός περπάτησε για πολλά χρόνια ανάμεσα στον κόσμο χωρίς ποτέ να αντιληφθεί τα θαύματα που πραγματοποιούσε, γιατί, όταν γύριζε το πρόσωπό του προς τον ήλιο, η σκιά βρισκόταν πάντα πίσω του.
Έτσι κατάφερε να ζήσει και να πεθάνει χωρίς ποτέ να συνειδητοποιήσει την αγιότητά του.
ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΛΑΣΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ