Πριν μερικά χρόνια, διάβασα ένα σημείωμα που είχε γράψει ένας Ρώσος τενίστας, ο Γιούρι Νοβάκοφ, μετά τον τελικό του Κιέβου, το πιο σημαντικό τουρνουά τένις της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Το τελευταίο ματς που θα έκρινε τον πρωταθλητή και μέλλοντα εκπρόσωπο της χώρας στο τουρνουά της επόμενης χρονιάς, θα σήμαινε πολλά για το άμεσο μέλλον του νικητή. Ανάμεσα σ’αυτά, και η – απόμακρη – πιθανότητα να αφήσει την ΕΣΣΔ και να γνωρίσει τον δυτικό κόσμο. Ο τελικός παιζόταν, φυσικά, στο κεντρικό γήπεδο του πιο σημαντικού αθλητικού κέντρου του Κιέβου, και οι προβλέψεις μίλαγαν για τρία σετ.
Ο Νοβάκοφ συναγωνιζόταν ένα νέο τενίστα, δεξιοτέχνη και προετοιμασμένο, ο οποίος τον ξεπερνούσε σε ταχύτητα και ικανότητα. Με μεγάλη προσπάθεια είχε καταφέρει να διατηρήσει το σερβίς του μέχρι το έκτο γκέιμ, αλλά από εκεί και πέρα, το πρώτο σετ υπήρξε ξεκάθαρος θρίαμβος του αντιπάλου του που κέρδισε 6-3.
Το ξεκίνημα του δεύτερου σετ δεν διέφερε από το τέλος του πρώτου. Όλο το παιχνίδι έμοιαζε με πανηγυρικό μονόλογο του νεότερου, ο οποίος γρήγορα έφτασε στο 5-1. Αν κατάφερνε να σπάσει για άλλη μια φορά το σερβίς του Νοβάκοφ, το επόμενο γκέιμ θα ήταν το τελευταίο και θα κέρδιζε το τουρνουά.
Ο Νοβάκοφ θα διηγιόταν αργότερα πως είχε καταλάβει την ανωτερότητα του αντιπάλου του. Ήδη από τα μισά του σετ χρειαζόταν να πάρει κουράγιο για να αντισταθεί στο πειρασμό να εγκαταλείψει. Επαναλάμβανε συνέχεια την αστεία φράση του αμερικανού μπεϊζμπολίστα Γιόγκι Μπέρα: «Το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι που τελειώνει….». Μερικές φορές η θέληση δεν αρκεί, και ο Νοβάκοφ δεν μπόρεσε να αποφύγει το σετ-πόιντ 0-40 σε εκείνο το – φαινομενικά – τελευταίο γκέιμ.
Για κάποιο λόγο που θα ήταν μέχρι και δύσκολο να εξηγηθεί, εκείνη τη στιγμή ο Νοβάκοφ έκανε, όπως λέει, το καλύτερο σερβίς της ζωής του. Τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν ο αντίπαλός του δεχόταν απλώς έναν άσο και περίμενε για την επόμενη μπάλα, αλλά… Ο νέος ήθελε να κερδίσει, ήθελε να τελειώσει, ήθελε να πανηγυρίσει. Πιθανότατα, ποτέ δεν είχε ακούσει εκείνη τη φράση που ο αντίπαλός του επαναλάμβανε εκείνη τη στιγμή: «Το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι που τελειώνει….»
Γι’αυτό ή για την κακή του τύχη, τρέχοντας να αποκρούσει το υπέροχο σερβίς, ο παίκτης γύρισε τον αστράγαλό του κι έπεσε.
Σηκώθηκε αμέσως, αλλά πονούσε και δεν μπορούσε να πατήσει καλά. Ο Νοβάκοφ δεν χρειάστηκε άλλο φοβερό σερβίς, για να κερδίσει εκείνο το παιχνίδι και να κάνει το σκορ 2-5.
Παρά το διάλειμμα και τη βοήθεια του προπονητή του, ο νεαρός τενίστας δεν μπόρεσε να ξαναφτάσει το προηγούμενο επίπεδό του. Ο πόνος δεν τον άφηνε να προλάβει το μπαλάκι, που πριν απέκρουε με ευκολία, και ο τραυματισμός του τον αποσυντόνιζε.
Στην άλλη άκρη του φιλέ συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: ο Νοβάκοφ ένιωθε να μεγαλώνει απέναντι σ’έναν αντίπαλο ήδη χαμένο. Το σετ τελείωσε 7-5 υπέρ του Νοβάκοφ, και το μεγάλο διάλειμμα μετά το τελευταίο σετ δεν υπήρξε αρκετό για να θεραπευτεί το τραύμα του νέου. Στο τελευταίο σετ ισοφάρισαν.
Ο τραυματισμός στον αστράγαλο εξίσωνε του δύο αντιπάλους οι οποίοι έφτασαν στο ένατο γκέιμ με τον Νοβάκοφ να προηγείται 5-3 και 40-15 στο σετ. «Το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι που τελειώνει…» σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Να πώς περιγράφει τη συνέχεια ο Νοβάκοφ:
«Συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να κερδίσω. Δεν ήμουν εγώ ο καλύτερος· εκείνος ήταν. Αλλά το ατύχημά του μου έδινε τη δυνατότητα να κερδίσω το τουρνουά. Μπορούσα να ανέβω στην κατηγορία των πρωταθλητών, κι ας ήταν άδικο. Αυτοί που δεν ξέρουν από θέληση θα σκεφτούν πως αφέθηκα να χάσω, αλλά εγώ ξέρω πως, ξαφνικά, έπαψε να με ενδιαφέρει το τουρνουά, κι όλα εκείνα τα διπλά λάθη που έκανα είχαν σχέση με την έλλειψη επιθυμίας να κερδίσω.
Πιστεύω πως το κύπελλο κατέληξε στα χέρια του καλύτερου από τους δυο, ο οποίος δεν ήμουν εγώ, αλλά έτσι βεβαιώθηκα για ένα πράγμα που από τότε έχει αποκτήσει άλλο νόημα: «Το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι που τελειώνει….».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Βασίσου Πάνω Μου» από τις εκδόσεις opera/animus