Το κίνημα των χίπις γεννήθηκε στην Καλιφόρνια, στο γρασίδι του Πάρκου Γκόλντεν Γκέιτ, του Σαν Φρανσίσκο, και αριθμούσε περίπου 30.000 άτομα.
Στις 7 Ιουλίου 1967, οι χίπις είναι 450.000 και το πολύ σοβαρό “Τάιμ” τους αφιερώνει το εξώφυλλό του.
Οι χίπις είναι νέοι άνθρωποι, που ταξιδεύουν και, πριν το τέλος του 1967, θα έχουν εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο.
Το κίνημα μεταφράζεται σε αμφισβήτηση της μόδας, έκφραση ανησυχίας, άρνηση εγκλωβισμού στο τεχνικό κοινωνικό σύστημα, που συνθλίβει την προσωπικότητα και που μόνος σκοπός του είναι η υλική καλοπέραση, απορρίπτει δε εκ των προτέρων συμπεριφορές, που πιστοποιούν την ένταξη του ατόμου στο σύστημα.
Έτσι γεννήθηκαν οι αντι-μόδες.
Τι περιμένουμε από εδώ;
Οι οπαδοί τους αρνούνται, σε θέματα ένδυσης, να δεχθούν προκαθορισμένους κανόνες. Εδώ, όμως, υπάρχει αντίφαση. Αρχικά, μας λένε οι αμφισβητίες, ότι η μόδα καθορίζει έναν ενδυματολογικό κώδικα, που επιβάλλεται σε όλους, εμποδίζει άρα κάθε άτομο να έχει δική του προσωπικότητα. Κατά δεύτερον, η μόδα είναι ένα συνεχές ψέμα.
Αυτά τα δύο στοιχεία, άρνηση ομοιομορφοποίησης, άρνηση ψεύτικης αλλαγής, οδηγούν τις αντι-μόδες να ψάξουν το ντύσιμό τους έξω από την πεπατημένη.
Μ’ αυτό τον τρόπο τα ρούχα, βρώμικα, ονομαζόμενα “χίπις”, μπήκαν στη μόδα και επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο ένδυσης σ’ όλο τον κόσμο.
Η αντίδραση των μαιτρ ήταν άμεση.
Η Κοκό Σανέλ πρώτη δηλώνει στη Μαριλέν Ντελμπούρ Ντελφές: “Άλλοτε, μετά τα 40, οι γυναίκες αντάλλασσαν τη νεότητα με τη χάρη και το μυστήριο. Τώρα αναμετρώνται με τις νεότερες με όπλα χλευαστικά. Τους λείπει μόνο ένας κόμπος στα μαλλιά και μια τσάντα στην πλάτη”.
Η υψηλή ραπτική και το πρετ – α – πορτέ πολυτελείας θα υποφέρουν, άραγε, με αυτήν τη νέα μόδα;