Μπορούμε να φανταστούμε την επίγνωση σαν το χώρο που υπάρχει μέσα σε ένα δωμάτιο.
Ο χώρος φαίνεται σαν να περιορίζεται από τους τοίχους του δωματίου, αλλά αν το δωμάτιο γκρεμιστεί θα δούμε ξεκάθαρα ότι ο χώρος ήταν πάντα εκεί, πριν χτιστεί το δωμάτιο, απλώς το δωμάτιο έδινε την εντύπωση ότι ο χώρος βρισκόταν μέσα του.
Έτσι και το ανθρώπινο σώμα, αν και φαίνεται να εμπεριέχει μέσα του την επίγνωση, αυτό δεν ισχύει. Η επίγνωση είναι αυτή που αποκτά την εμπειρία του ανθρώπινου σώματος και όχι το αντίστροφο.
Όπως το δωμάτιο δίνει μια φαινομενική μορφή στο χώρο, έτσι και το ανθρώπινο σώμα δίνει μια φαινομενική μορφή (ένα σχήμα και μια ταυτότητα) στην επίγνωση.
Το γεγονός ότι το πραγματικό “εγώ” της επίγνωσης είναι ανεξάρτητο από το σώμα, μπορούμε να το αντιληφθούμε και αν σκεφτούμε ότι το “εγώ” που λέει ένα παιδάκι πέντε χρονών, είναι το ίδιο με το “εγώ” που θα λέει όταν θα γίνει ογδόντα χρονών.
Αν και το σώμα του θα έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, το “εγώ” στο “εγώ παίζω μπάλα” και το “εγώ” στο “εγώ θέλω να πιω καφέ” , θα είναι το ίδιο.
Αυτό το “εγώ” δεν γερνάει, δεν εξαρτάται από το σώμα, τις σκέψεις ή τις ιδεολογίες. Μπορεί κάποιος να αλλάξει το όνομά του ή τις πεποιθήσεις του, αλλά το “εγώ” της επίγνωσης παραμένει αναλλοίωτο.
Όταν ζούμε με επίγνωση γνωρίζουμε τι σημαίνει να έχουμε έναν εγκέφαλο που δημιουργεί σκέψεις και ένα σώμα που αισθάνεται, νιώθει και αντιλαμβάνεται.
Με άλλα λόγια, γνωρίζουμε τι σημαίνει να υπάρχουμε (εμείς η επίγνωση) με αυτή τη μορφή. Επιπλέον, αντί να μπλέκουμε μέσα σε κάθε σκέψη, σε κάθε συναίσθημα ή σε όσα αντιλαμβάνονται οι πέντε αισθήσεις, ζώντας συνειδητά, δηλαδή με επίγνωση, έχουμε τη δυνατότητα να διατηρούμε μια απόσταση αντικειμενικότητας.
Μπορούμε να υπερβαίνουμε το περιεχόμενο π.χ. των σκέψεων και να μένουμε μόνο στην εμπειρία του σκέπτεσθαι (“έχω επίγνωση ότι ο νους μου δημιουργεί σκέψεις”).
Για τα συναισθήματα, μπορούμε να υπερβαίνουμε την “ιστορία” με την οποία ο νους επενδύει ένα συναίσθημα και να πάμε κατευθείαν στο πώς είναι να αισθάνεται κάτι το σώμα, χωρίς να το ονομάζουμε ή να το κρίνουμε (“έχω επίγνωση της ύπαρξης ενός συναισθήματος στο σώμα”).
Και το ίδιο μπορούμε να κάνουμε με τις πέντε αισθήσεις.
Όταν βλέπουμε κάτι μπορούμε να έχουμε επίγνωση της εμπειρίας της όρασης (“έχω επίγνωση ότι το σώμα βλέπει”), χωρίς να κρίνουμε, να ονομάζουμε ή να χαρακτηρίζουμε αυτό που βλέπει το σώμα.
Ο κοινός παρανομαστής σε όλες αυτές τις εμπειρίες είναι πάντα το “εγώ” του παρατηρητή, που στην πραγματικότητα δεν είναι “εγώ”, αλλά επίγνωση.
Οι πεποιθήσεις γύρω από μια αυτοεικόνα ή έναν εαυτό είναι απλώς σκέψεις που εμφανίζονται μέσα στο χώρο της επίγνωσης, γι’ αυτό εξάλλου γίνονται και γνωστές σε εμάς, δηλαδή στην ίδια την επίγνωση.
Η διαφορά με το Εγώ που προσδιορίζει την ψευδαίσθηση του εαυτού, είναι ότι η επίγνωση δεν ταυτίζεται με τα αντικείμενα που εμφανίζονται μέσα της. Είναι πάντα γαλήνια και ανεξάρτητη από το αντικείμενο της παρατήρησης, καθώς επιτρέπει σε όλες τις εμπειρίες (τη δραστηριότητα του νου, τις αισθήσεις στο σώμα και τις πέντε αισθήσεις) να λειτουργούν όπως λειτουργούν, χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση απέναντί τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπάτρα “Επίγνωση” από τις εκδόσεις iwrite.gr