Οι σκέψεις δημιουργούν την εντύπωση ότι τα σώματα συνδέονται μεταξύ τους και με άλλους τρόπους, πέρα των βιωματικά αναγνωρίσιμων.
Σκέψεις του τύπου «ο άλλος είναι φίλος μου ή σύντροφός μου», «ο άλλος με κρίνει», «εγώ είμαι καλύτερος ή χειρότερος από τους άλλους», «εγώ είμαι γιος ή κόρη του τάδε», κ.ο.κ, αποτελούν προϊόντα της φαντασίας που δεν αντιστοιχούν στις εμπειρίες που βιωματικά γνωρίζουμε ότι συμβαίνουν στο παρόν.
Για παράδειγμα, πού είναι αυτός που είναι καλύτερος ή χειρότερος από κάποιον άλλον;
Ή πού είναι αυτός που είναι γιος του τάδε;
Ο χαρακτηρισμός «καλύτερος» και η ταυτότητα «γιος» δεν αντιστοιχούν σε βιωματικές εμπειρίες, αλλά σε φανταστικά δημιουργήματα των σκέψεων.
Αναφέρονται σε φανταστικές ταυτότητες και ρόλους, η ύπαρξη των οποίων δεν επιβεβαιώνεται βιωματικά.
Οι σκέψεις υπάρχουν ως δραστηριότητα του νου, αλλά όχι ως περιεχόμενο. Το περιεχόμενό τους, δηλαδή το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται, δεν υπάρχει.
Όταν λοιπόν κάποιος ζει νομίζοντας ότι αυτές οι ταυτότητες είναι αληθινές, τότε εξαρτάται από το περιεχόμενο αυτών των ταυτοτήτων. Και επειδή οι ταυτότητες διαμορφώνονται από άλλες ταυτότητες μέσα από την κριτική, τους χαρακτηρισμούς και τις αντιδράσεις, είναι σαν να εξαρτάται κανείς από το παρελθόν του, γιατί αυτές οι ταυτότητες έχουν διαμορφωθεί κατά το παρελθόν, κυρίως κατά την περίοδο της ανατροφής.
Στο επίπεδο που αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις ως δεσμούς εξάρτησης, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι στάσεις και οι αντιδράσεις των άλλων απέναντί μας δεν καθορίζουν το αν είμαστε καλοί, κακοί, σωστοί, λάθος, επαρκείς ή ανεπαρκείς.
Οι στάσεις και οι αντιδράσεις του καθενός προέρχονται από τα όσα συμβαίνουν μέσα του σε επίπεδο σκέψεων και συναισθημάτων. Δεν διαμορφώνονται από τα εξωτερικά ερεθίσματα.
Έχοντας κάνει αυτή τη διάκριση μεταξύ των βιωματικών εμπειριών, που αναγνωρίζονται από την επίγνωση, και των λεγόμενων σχέσεων, που υπάρχουν μέσα στις σκέψεις, είναι πιο εύκολο να ξεκαθαρίσουμε τι είναι αυτό που αναζητάμε από την αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους.
Όταν ζούμε με προσδοκίες, ελπίδες, αναμνήσεις, πεποιθήσεις, ταυτότητες και ρόλους, αντιλαμβανόμαστε αυτό που είμαστε μέσα από αυτά τα φίλτρα. Έτσι, οι συμπεριφορές μας απέναντι στους άλλους διαμορφώνονται αναλόγως.
Για να σχετιζόμαστε με τους άλλους πιο συνειδητά και πιο φυσικά, χωρίς να κυριαρχείται το σώμα από την ανεπίγνωστη δραστηριότητα του νου, πρέπει να αναγνωρίζουμε αυτές τις σκέψεις και να μην εκλαμβάνουμε το περιεχόμενό τους ως αλήθειες.
Για παράδειγμα, ο έρωτας που περιλαμβάνει πολλές προσδοκίες, ελπίδες και προσκολλήσεις, συνοδεύεται από έντονα συναισθήματα ενθουσιασμού, αλλά και φόβου.
Αντίθετα, η πραγματική αγάπη χαρακτηρίζεται από την ανιδιοτελή αποδοχή του άλλου και την απουσία των προσδοκιών, των χαρακτηρισμών, των ρόλων και της προσκόλλησης.
Η αγάπη εκφράζει τη στάση της αποδοχής που έχει κανείς απέναντι στις εμπειρίες του, έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται στο παρόν.
Γι΄αυτό και η αγάπη δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν ή λίγους ανθρώπους, σε αντίθεση με τον έρωτα που αφορά δύο άτομα που ζουν στον φανταστικό κόσμο της εξιδανίκευσης, δηλαδή των σκέψεων.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπάτρα «Επίγνωση» από τις εκδόσεις iwrite.gr