Η γυναίκα καθάριζε με πολλή αγάπη το σπίτι της. Όπου υπήρχαν σκόνες τις απομάκρυνε, τα λερωμένα πιάτα που υπήρχαν στην κουζίνα τα έπλενε πάντοτε. Δεν ήθελε το βρώμικο, την απωθούσε η ακαταστασία, ήθελε όλα να είναι όμορφα.
Δεν άντεχε τα σκονισμένα τζάμια, τα περνούσε και τα ξαναπερνούσε με βρεγμένο πανί. Με τον ίδιο τρόπο εκνευριζόταν όταν κάποιος έμπαινε μέσα στο σπίτι της με βρώμικα παπούτσια και την αναστάτωνε. Μα πώς, εκείνη κατέβαλλε τόσο κόπο για να είναι όλα τακτοποιημένα, περιποιημένα, σωστά στη θέση τους και έρχεσαι εσύ να τα αναστατώσεις. Αμέσως θύμωνε, τους έβγαζε έξω από το σπίτι- όχι, η καθαριότητα στο σπίτι της δεν πρέπει και δεν αξίζει να χαλάει για κανέναν!
Δεν άφηνε κανέναν να της χαλάσει την ηρεμία του σπιτιού της, όποιος έμπαινε με βρώμικα παπούτσια έβγαινε έξω αμέσως πριν οι φωνές της αρχίσουν να αντηχούν με μανία στο σπίτι.
Πραγματικά, το πείσμα της και το γεγονός πως κατάφερνε πάντοτε να έχει το σπίτι της καθαρό, προκαλούσε το θαυμασμό όσων την γνώριζαν. Με πόση επιμέλεια, πόση τάξη, φρόντιζε για αυτό! Εκείνη πάντοτε έλεγε <<το σπίτι μου πρέπει να είναι καθαρό!>>
Επίσης, συνήθιζε να λέει: Με τον ίδιο τρόπο, ένας άνθρωπος μπορεί να αγωνίζεται για να μένει καθαρή και αλώβητη η ψυχή του. Εσύ θα άφηνες να μπει κάποιος με βρώμικα παπούτσια και ρούχα στο μέρος που εσύ καθαρίζεις και να σου λερώσει τα πάντα; Τότε γιατί αφήνεις τον οποιονδήποτε να μπαίνεις στην καρδιά σου και να τη λερώνει, να σου χαλάει τη διάθεση και το χαρακτήρα;
Έτσι να διώχνεις εκείνους που απειλούν τη διάθεσή σου, τους τοξικούς, τους αγνώμονες, τους αγενείς. Να μην τους αφήνεις να σου λερώνουν το μέσα σου, αποφάσισέ του επιτέλους. Να, δες εμένα, πήρα την απόφασή μου. Θέλω το σπίτι μου να είναι καθαρό, για αυτό εκείνον που το απειλεί, το βγάζω έξω και δεν τον αφήνω να το βλάψει’’.
Μαρία Σκαμπαρδώνη