Λένε ότι κάποιος έμπορος έκανε κάποτε ένα ταξίδι έξι μηνών από την Αφρική για να μαθητεύσει κοντά στον Τζαλαλουντίν Ρουμί.
Έπιασε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο στην Κόνια, έστειλε τους υπηρέτες του να αναγγείλουν τον ερχομό του και περίμενε το κάλεσμα του Μαουλάνα.
Αλλά πριν φτάσει ο υπηρέτης στο σπίτι του Ρουμί, ένας δερβίσης που υπηρετούσε στο μαγειρείο του σεραγιού, είπε στον έμπορο:
«Γιατί βρίσκεσαι εδώ;».
«Βρίσκομαι εδώ», είπε ο έμπορος, «για να αντικρίσω την ευλογημένη μορφή του Διδασκάλου μας, Τζαλαλουντίν του Μπαλκ».
«Και πόσο σου στοίχισε να έρθεις από τόσο πολύ μακριά, φίλε;».
«Πάνω από χίλια χρυσά νομίσματα».
«Τι περίεργο», είπε ο δερβίσης, «διότι χτες τη νύχτα άκουσα στη συγκέντρωση του Μαουλάνα κάτι που θα μπορούσε να ταιριάζει σε σένα».
Ο έμπορος εντυπωσιάστηκε και είπε:
«Παρακαλώ, πες μου αμέσως χωρίς να παραλείψεις καμιά λεπτομέρεια».
«Να τι είπε», συνέχισε ο δερβίσης. «”Ήθελα μονάχα να είχα χίλια χρυσά νομίσματα, όπως τα ξοδεύουν μερικοί άνθρωποι για τη ματαιοδοξία ενός μακρινού ταξιδιού, για να τα δώσω σ΄αυτούς που τα χρειάζονται.
Θα μπορούσα τότε να μην κάνω την προσπάθεια να στέλνω μυστικές προβολές σε κάποιον έμπορο από την Αφρική, που τις χρειάζεται. Αλλά είμαι ολότελα απασχολημένος στις υποθέσεις της προστασίας των φτωχών.
Ακόμα κι αν ερχόταν εδώ ο έμπορος αυτός, δε θα μπορούσε να δεχτεί την ευλογία. Αλλά αν έρθει, αναμφίβολα θα ικανοποιούνταν με την αυτοεκτίμησή του, με την περηφάνια του για το ταξίδι και για τις θυσίες που έκανε και θα πίστευε ότι αυτό είναι πνευματική πρόοδος”».
Στο δρόμο της σοφίας των Σούφι εκδόσεις Μπουκουμάνη