Θα ήταν επιθυμητό να προβλέπουμε το μέλλον;

Θα ήταν επιθυμητό να προβλέπουμε το μέλλον;

Φαντάσου πως περπατάς στην ακρογιαλιά και σκοντάφτεις στο μπουκάλι όπου βρίσκεται φυλακισμένο το πανίσχυρο τζίνι των παραμυθιών της Ανατολής.
Γοητευμένος από τις ελκυστικές προσφορές του, σκέφτεσαι να το ελευθερώσεις και να το θέσεις στην υπηρεσία σου.
Βέβαια, ένα δευτερόλεπτο πριν το κάνεις, συνειδητοποιείς ότι, όταν θα είναι ελεύθερο, ούτε εσύ ούτε και κανένας άλλος θα μπορεί να ελέγξει την ανυπότακτη δύναμή του.

Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να φανταστούμε και την τύχη: σαν έναν ισχυρό και απρόβλεπτο μάγο τον οποίο – όπως σε κάποιο παραμύθι από τις Χίλιες και μία νύχτες -, από τη στιγμή που δεν μπορούμε να καθυποτάξουμε, ακυρώνουμε και πετάμε στη θάλασσα, μήπως κι έτσι κατακτήσουμε ένα προβλέψιμο μέλλον.

Ας επιστρέψουμε στο παρόν.

Επιβάλλεται να απαντήσουμε σ’ ένα ερώτημα:
Θα ήταν επιθυμητό να προβλέπουμε το μέλλον;
Αυτό είναι, βασικά, το θέμα του βιβλίου του Νίκολας Ρέσερ, “Η τύχη: ευτυχείς συγκυρίες και ατυχίες της καθημερινής ζωής”.

Ο συγγραφέας, προσεγγίζοντας πολύ σωστά το θέμα, αναρωτιέται μήπως η ματαίωση του τυχαίου – αν κάτι τέτοιο μπορούσε ποτέ να συμβεί -, θα ήταν μια ευπρόσδεκτη και βολική εναλλακτική που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε.
Και δεν είναι καθόλου τρελό το ερώτημα.
Μέχρις ενός σημείου, η γοητεία της ζωής έγκειται στην άγνοια ή, έστω, στην απουσία βεβαιότητας για τα αποτελέσματα των πράξεών μας.

Το προβλέψιμο, μας εξηγεί ο Ρέσερ, δεν μπορεί παρά να μας φέρει σε επαφή με ένα από τα πιο μισητά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου όντος: την τάση του προς την πλήξη.
Μπορούμε να μαντέψουμε, χωρίς φόβο να κάνουμε λάθος, πόσο ανιαρό θα ήταν στ’ αλήθεια το ποδόσφαιρο αν κάθε Κυριακή ξέραμε από πριν το αποτέλεσμα όλων των αγώνων (έστω κι αν κέρδιζε η ομάδα μας).

Το ερώτημα θα συνέχιζε να ισχύει ακόμη κι αν μιλούσαμε για τις δικές μας προσωπικές συμφορές. Το να ξέρουμε τι μας περιμένει, αν δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, δεν θα επιτάχυνε άραγε τον πόνο, τη στενοχώρια και την απελπισία μας;

Είναι γνωστή η ιστορία του υπηρέτη που φεύγει έντρομος από την πόλη του και πάει στο διπλανό χωριό, για να ξεφύγει από το θάνατο με τον οποίο έχει διασταυρωθεί το πρωί στην αγορά.
Ο θάνατος που τον έχει δει, σκέφτεται: “Περίεργο που τον βλέπω εδώ τώρα. Απόψε έχω να πάω να τον πάρω απ’ το διπλανό χωριό…”

Δεν θέλω να περάσω για αφελής: είναι πολύ πιθανό να λύναμε κάποια προβλήματα αν μπορούσαμε να προβλέψουμε τι πρόκειται να συμβεί. Ωστόσο, είναι σαφές πως το τίμημα θα ήταν μεγάλο. Η ζωή μας θα έχανε κάθε στοιχείο έκπληξης και δεν θα ήταν καθόλου διασκεδαστική. Ποτέ πια μια παρτίδα χαρτιά, ποτέ πια ένα έργο αγωνίας, ποτέ πια λίγη ανυπομονησία για ένα τηλεφώνημα αγαπημένου ανθρώπου, ποτέ πια μια οποιαδήποτε έκπληξη.

Προσωπικά, δεν νομίζω πως θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν με περίμενε μια ζωή προγραμματισμένη, ακόμη κι αν ήταν στο δικό μου χέρι να διαλέξω τι θα μου συμβεί.

Και μόνο που το γράφω, πλήττω.

Όπως όλοι, διεκδικώ το δικαίωμά μου να εξερευνώ αυτό που δεν γνωρίζω, τη δυνατότητά μου να διακινδυνεύω αυτό που δεν ελέγχω, την ευχαρίστησή μου να στοιχηματίζω χωρίς βεβαιότητες.

Θα προτιμούσα να ήξερα από πριν τι επρόκειτο να συμβεί;

Η απάντησή μου είναι ένα μεγάλο ΟΧΙ.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Ο Μύθος της Θεάς Τύχης” από τις εκδόσεις Opera

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα