Τα γεύματα των αρχαίων προγόνων μας

Τα γεύματα των αρχαίων προγόνων μας

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ξυπνούσαν μόλις χάραζε και κοιμόντουσαν όταν έπεφτε ο ήλιος.

Ο σημερινός τρόπος ζωής θα ήταν γι’ αυτούς αδιανόητος, άλλωστε οι άνθρωποι άρχιζαν να ζουν και τη νύχτα μετά την ανακάλυψη και την πρακτική εκμετάλλευση του ηλεκτρισμού.

Μόλις σηκωνόντουσαν, έπαιρναν το πρωινό τους, που αποτελούνταν κυρίως από «κυκεώνα» και «ακράτισμα».

Ο κυκεώνας ήταν ένα ρόφημα από βρασμένο θυμάρι, αρωματισμένο με σουσάμι ή μέντα, γάλα και χλιαρό νερό με μέλι.

Από αυτό το υγρό ανακάτεμα βγήκε η λέξη «κυκεώνας», που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα.

Μαζί με τον κυκεώνα έτρωγαν και το «ακράτισμα», που ήταν ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί, συνοδευμένο από ελιές και σύκα.

Νωρίς το μεσημέρι, δέκα με έντεκα δηλαδή, έτρωγαν το «άριστον».

Ήταν ένα γρήγορο και ελαφρύ γεύμα, συνήθως ψωμί, τυρί και σκόρδο ή κρεμμύδι.

Το «εσπέρισμα» ήταν άλλο γεύμα, γύρω στις τρεις το μεσημέρι, και ήταν επίσης ελαφρό, μόλις για να κρατηθούν μέχρι να νυχτώσει.

Τότε έστρωναν και το «δείπνον», που ήταν το πιο πλούσιο τραπέζι της ημέρας.

Όσπρια, κρέας ή ψάρι, τυρί, ελιές, πίτες, φυσικά ψωμί και, ως επιδόρπιο, φρούτα, ξηρούς καρπούς και γλυκά.

Όπως βλέπουμε, από αρχαιοτάτων χρόνων, οι ΄Ελληνες συνήθιζαν να επιδίδονται σ’ αυτό για το οποίο μας κατηγορούν σήμερα οι γιατροί και οι διαιτολόγοι.

Το κρασί το τιμούσαν ιδιαιτέρως. Το έπιναν όμως νερωμένο, όχι σκέτο.

Ανάλογα με την ώρα της ημέρας, κανόνιζαν τα μέρη του κρασιού και τα μέρη του νερού που αναμειγνυόντουσαν για να φτιαχτεί ο «κεκραμένος οίνος». Όσο πλησίαζε η νύχτα, το έκαναν και πιο βαρύ το μείγμα.

Τα περίφημα συμπόσια άρχιζαν κατά τις δέκα το πρωί και τελείωναν με τη δύση του ήλιου. Εκεί το φαγητό, το ποτό, η διαλογική συζήτηση και οι υπόλοιπες ηδονές έφθασαν σε μια αξεπέραστη αρμονική συνύπαρξη, που ουδέποτε άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία και σε οποιοδήποτε τόπο ξανακατακτήθηκε.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, τέλος, είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα γλυκά. Ξακουστά ήταν ο «μυττωτός» (πίτα με τυρί, λάδι, μέλι και σκόρδο), το «νωγάλευμα» (γλυκό από λιναρόσπορο και μέλι) και το «μελίκρατον» (ένα κράμα από γάλα, μέλι και καρύδια).

Έτρωγαν επίσης τηγανίτες ακριβώς σαν τις σημερινές και τυρόψωμα από αλεύρι, τρίμματα τυριού και μέλι. Όλα αυτά, βέβαια, τα έτρωγαν κυρίως στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα πλην της Λακεδαίμονος.

Οι Σπαρτιάτες είχαν την πιο λιτή διατροφή, προσαρμοσμένη στο σκληρό τρόπο ζωής, στην εγκράτεια και στη συνήθεια των μόνιμων πολεμιστών στις κακουχίες.

Αυτές οι συνήθειες των Σπαρτιατών, και ειδικά το βασικό τους φαγητό, ο «μέλανας ζωμός», ένα φρικτό ζουμί από ξίδι, αίμα και μικρά κομμάτια κρέας, είχαν γίνει αντικείμενο ειρωνίας και χοντρών αστείων από τους υπόλοιπους Έλληνες κατά των υποχόνδριων Λακεδαιμονίων.

Ένα από τα πιο γνωστά αστεία της αρχαιότητας ήταν η απάντηση που έδιναν οι Αθηναίοι όταν τους μιλούσαν για την ανδρεία κα την αυτοθυσία των Σπαρτιατών. «Εμ, βέβαια» απαντούσαν «οποιοσδήποτε θα προτιμούσε να σκοτωθεί στη μάχη παρά να τρώει κάθε μέρα μέλανα ζωμό».

Από το βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη «Μια σταγόνα ιστορία» από τις εκδόσεις Πατάκη

 

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα