Η μεγάλη απόπειρα της ψυχοθεραπείας και που μπορεί να κολλήσει

psychanalysis

Καθώς ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, ο Καρλ Γιουνγκ, ο Άντλερ και αναρίθμητοι έκτοτε ψυχαναλυτές, ψυχολόγοι και ψυχοθεραπευτές εγκαινίαζαν αυτή τη μεγάλη εποχή της ανθρωπότητας για ενδελεχή ενδοσκόπηση, επιδόθηκαν ο ένας στις ψυχαναλυτικές ικανότητες του άλλου. Μέσα από τις προσωπικές τους αποτυχίες αλλά και νίκες επί του υποσυνειδήτου τους, κατάφεραν, ή μάλλον καταφέρνουν, να πάνε την θεραπεία της ψυχής όλο και πιο μπροστά.

Η κανονική ψυχανάλυση σήμερα συμβαίνει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να συμβαίνει από πιστοποιημένους ψυχαναλυτές οι οποίοι έχουν αναλυθεί οι ίδιοι και έχουν εκπαιδευτεί άρτια στην ψυχανάλυση των συνανθρώπων τους.  Αυτό δεν συμβαίνει εκτεταμένα στην Ελλάδα. Ακόμα κι η  Ευρώπη κάνει προσπάθειες να συλλέξει τους ψυχαναλυτές – ψυχοθεραπευτές σε καταλόγους και συλλόγους όπου ως επιστήμονες, να τηρούν συγκεκριμένα κριτήρια όπως τα παραπάνω. Κριτήρια δύσκολα αν αναλογιστούμε πως η κανονική ψυχανάλυση απαιτεί καθημερινή δουλειά με τον ψυχαναλυτή, τουλάχιστον πέντε συνεδριών την εβδομάδα για ένα διάστημα που ξεπερνά συνήθως τα πέντε χρόνια και φτάνει στα εφτά, μιλώντας για τον μέσο όρο των ανθρώπων σήμερα που ασχολούνται με την έρευνα και τη θεραπεία της ψυχής τους.

Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλοί ψυχοθεραπευτές, θεραπευτές, ενεργειακοί θεραπευτές, γιατροί και ψυχίατροι, που ο κόσμος εμπιστεύεται για να δει κομμάτια της ψυχής του και να πάει παρακάτω με περισσότερη ηρεμία και λιγότερο φόβο. Εξαιρούμε τους παντελώς άσχετους και τους δήθεν  για τις ανάγκες του άρθρου, και μένουμε σε όσους τίμια προσπαθούν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους, μέσα από τις σπουδές τους και εμπειρίες στον τομέα της ψυχοθεραπείας.

Εάν οι θεραπευτές δεν έχουν κάνει τη δική τους ψυχανάλυση και δεν έχουν αποδεχτεί το ευρύ φάσμα των δικών τους ελαττωμάτων, τραυμάτων, ατελειών κλπ. βρισκόμαστε συχνά μπροστά σ’ ένα παράδοξο, όπου ο θεραπευόμενος μπορεί να βρεθεί με τα δικά του θέματα ανοιχτά, προσπαθώντας να τα διαχωρίσει από αυτά του θεραπευτή του.

Και πάλι όμως δεν είναι αυτός ο λόγος που πολλές φορές η θεραπεία δεν πετυχαίνει, ο ενδιαφερόμενος δε βρίσκει διέξοδο και ο ειδικός σκίζει τα πτυχία του. Ένας πολύ βασικός παράγοντας είναι το αν ο ασθενής, θέλει να γίνει καλά ή όχι. Αν θέλει, αργά ή γρήγορα θα προσελκύσει και τον κατάλληλο για αυτόν θεραπευτή, με τον οποίο θα καταφέρει να αγγίξει με θάρρος τα κομμάτια της ψυχής του που χρειάζονται  φροντίδα.

Και, αν ο “άρρωστος” δε θέλει να γίνει καλά τότε γιατί πάει για θεραπεία; Μα μπορεί απλά να θέλει συζήτηση, ανάλυση μέχρι παράλυση, προσοχή, επιβεβαίωση και άλλα πάρα πολλά, αλλά όχι να γίνει καλά. Όποιος κι αν είναι ο θεραπευτής, ο γιατρός, ο ψυχαναλυτής, ό,τι κι αν έχει μάθει στην πορεία του και την καριέρα του, οι εσωτερικές αντιστάσεις είναι αυτές που μπορούν να καθηλώσουν έναν άνθρωπο μέσα στην αρρώστια του, τη φοβία του ή τ’ αδιέξοδά του. Αντιστάσεις οι οποίες έχουν δημιουργηθεί ως φύλακες των πιο απωθημένων μυστικών τα οποία δε τολμούμε να φανερώσουμε ούτε στους εαυτούς μας, όχι  να τα εκμυστηρευτούμε και σ’ έναν άλλο άνθρωπο, ας είναι αυτός ο Φρόιντ ο ίδιος σε σύγχρονη, εξελιγμένη έκδοση.

Σίγουρα η σωστή επιλογή του θεραπευτή μας εξασφαλίζει ένα μεγάλο ποσοστό επιτυχίας και θα πρέπει όλοι μας να “εκπαιδευτούμε” σ’ αυτό. Η πρόθεσή μας όμως είναι αυτή που μπορεί να διασφαλίσει την έκβαση της θεραπείας.  

 

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα