Οι περισσότεροι από εμάς δεν ζούμε στο Θιβέτ ούτε καταμεσής της ερήμου, ούτε σε μόνιμη απομόνωση σ΄ένα μοναστήρι.
Όλοι, ή σχεδόν, ζούμε βυθισμένοι σε μια πραγματικότητα λίγο-πολύ κοσμοπολίτικη, περιτριγυρισμένοι από άντρες και γυναίκες που τρέχουν εδώ κι εκεί, απαιτούν και διεκδικούν, μας παίρνουν τηλέφωνο ή χτυπάνε την πόρτα μας για να μας προσφέρουν ή να μας ζητήσουν, να διαπραγματευθούν ή να διεκδικήσουν κάτι.
Σίγουρα περνάμε – κι εσείς, κι εγώ, και πολλοί φίλοι και συγγενείς μας -, πολλές ώρες από τη ζωή μας μέσα σ’ ένα μέσο μεταφοράς που μας πάει ή μας φέρνει, ξοδεύοντας ένα μέρος από την πεπερασμένη ζωή μας σ’ ένα μποτιλιάρισμα. Έτσι, ή κάπως έτσι, είναι ο καθημερινός μας περίγυρος, και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον πρέπει να μάθουμε να διαλογιζόμαστε.
Κάθε άλλο παρά ειδικός είμαι στο θέμα, αλλά έμαθα από κάποιους δασκάλους και εκπαιδευτές, πως ούτε ο τρόπος του διαλογισμού, ούτε ο τόπος, ούτε η ώρα της ημέρας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Μάλιστα, θυμάμαι σαν τώρα έναν απ’ τους δασκάλους μου να επαναλαμβάνει όλα τα προηγούμενα μέχρι απελπισίας….
«Δεν έχει νόημα να περιμένεις να έρθουν οι ιδανικές συνθήκες για ν’αρχίσεις να διαλογίζεσαι» έλεγε. «Δεν είναι ανάγκη να κλειστείς σ’ ένα βουδιστικό μοναστήρι, ούτε να πας να ζήσεις σαν ερημίτης σ’ ένα σπίτι στα βουνά, για να εξερευνήσεις αυτό το εργαλείο».
Λένε πως ο ηλικιωμένος ωρολογοποιός γύρισε στο χωριό μετά από απουσία δύο χρόνων. Μέσα σ’ ένα βράδυ, ο πάγκος του μαγαζιού γέμισε με όλα τα ρολόγια του χωριού που είχαν κάποια στιγμή σταματήσει κι έμεναν να τον περιμένουν στα συρτάρια των κατόχων τους.
Ο ρολογάς τα κοίταξε ένα ένα, εξάρτημα το εξάρτημα, γρανάζι το γρανάζι.
Ωστόσο, μονάχα ένα ρολόι επιδεχόταν διόρθωση: εκείνο που ανήκε στον γερο-δάσκαλο του δημόσιου σχολείου· όλα τ’ άλλα, ήταν πια άχρηστα.
Ο δάσκαλος είχε κληρονομήσει το ρολόι απ΄τον πατέρα του, και ίσως γι’ αυτό έζησε μια πολύ θλιβερή στιγμή την ώρα που σταμάτησε. Όμως, αντί να το αφήσει ξεχασμένο στο κομοδίνο, ο δάσκαλος το έπαιρνε κάθε βράδυ στα χέρια του, το ζέσταινε στις παλάμες του, το γυάλιζε, έδινε μισή στροφή στο κουρδιστήρι του και το κουνούσε ελπίζοντας ότι θα ξαναρχίσει να δουλεύει.
Το ρολόι έμοιαζε να θέλει να ευχαριστήσει τον κύριό του, και για μερικά λεπτά του χάριζε το γνώριμο τικ-τακ του μηχανισμού του. Αμέσως μετά, όμως, σταματούσε και πάλι.
Αυτή η μικρή τελετουργία, αυτή η ενασχόληση, αυτή η τρυφερή φροντίδα, αυτό το άθροισμα κινήτρου και επιμονής, είχε καταφέρει τελικά να σώσουν το ρολόι του δασκάλου από την οξείδωση και το θάνατο.
Ο διαλογισμός, για όσους τον επιλέγουν, είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό για να το υποτάξουμε στις συνθήκες.
Η συμπεριφορά μας απέναντί του θα πρέπει να θυμίζει αυτήν του δασκάλου της ιστορίας με το ρολόι του: μια συμπεριφορά καθημερινής και συνεχώς επαναλαμβανόμενης φροντίδας, ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος της Πνευματικότητας» από τις εκδόσεις opera/animus