Τα καλοκαίρια την Ελλάδα την ερωτεύομαι. Αναθερμαίνεται η σχέση μας. Την πιάνω από την αρχή και καταλήγω να τη χαζεύω. Παίρνω κουράγια για τους χειμώνες της.
Ακόμη κι αν δεν χορτάσει η ματιά μου από ήλιο και θάλασσα είναι εκείνη η αλλόκοτη εικόνα του ασπρόμαυρου παιδιού με το κοντό παντελόνι και το ποδήλατο, που θα με στοιχειώνουν κάθε Αύγουστο.
Τα παιχνίδια στις αλάνες, οι πυγολαμπίδες και τα σκυλιά να λιάζονται εξουθενωμένα και μακάρια. Τα παλιά υποβρύχια των γιαγιάδων στα λουλουδάτα νεροπότηρα κι οι κουβέντες στους δρόμους. Η μυρωδιά της ρίγανης. Είναι οι εικόνες που κουβαλάμε, σαν φυλαχτό ακριβό, όλοι μας για τούτο τον τόπο. Οι ευσεβείς μας πόθοι.
Είναι όλοι εκείνοι οι στίχοι που τραγουδήθηκαν. Είναι οι ποιητές που ξεχάστηκαν μαζί τους κάτασπροι. Διάτρητοι από φως. Είναι τα “κορίτσια στον ήλιο” και τα πρωινά στη θάλασσα. “Είν’ η αμμουδιά της Ζάκυνθος, της Κέρκυρας τα περιβόλια, της Ρόδου το μεγάλο κάστρο. Είναι της Κρήτης τα ορεινά χωριά κι οι ευωδιές της Χίου, της Κίμωλος τ’ αστραφτερά νερά, της Σύρας η Απάνω Πόλη. Είναι τα δυο φιδάκια που ερωτεύονταν κάτω απ’ τα μάρμαρα του ναού ένα μεσημέρι καλοκαιρινό στη Δήλο.
Νιώθω πως τα καλοκαίρια μοιάζουν για τον καθένα μας με την πιο απόκρυφη σκέψη, εξαγνισμένη στο υπέροχο φως ενός “ηλιάτορα” που καίει και ξεθωριάζει. Με την πιο ανέφελη ανάμνηση, με τον πιο μακρινό περίπατο.
Τα καλοκαίρια είναι μια προσωπική υπόθεση. Τα φορτώνουμε με τις προσδοκίες του χειμώνα, τις ανομολόγητες αγάπες, τις ατέλειωτες εργατοώρες που θέλουν να εξαφανιστούν στη μεσημεριανή, καλοκαιρινή ραστώνη, κάτω από μια συκομουριά, έναν πλάτανο ή μια ελιά, με τα τζιτζίκια στα ακάματο τραγούδι τους.
Τα καλοκαίρια ο χρόνος βαθαίνει. Αποκτά διαφορετική σημασία, κι έστω εικονικά, τον ξεγελάμε. Είναι η ωραιότερη παρένθεση, μικρή, και γι’ αυτό παραχαϊδεμένη.
Τα καλοκαίρια αντέχεις, ό,τι δεν θα άντεχες, δίνεις τόπο στην οργή. Ξεχνιέσαι καθώς μεγαλώνει η μέρα και “πεθαίνεις κάθε ξημέρωμα”. Δεν σε αναγνωρίζεις.
Τα καλοκαίρια την Ελλάδα την ερωτεύομαι. Την ανακουφίζω από τα κοσμητικά επίθετα του καθημερινού χειμώνα. Τα παίρνω όλα πίσω ντροπιασμένη που υπήρξα για άλλη μια φορά δειλή, που την απαρνήθηκα δίχως δεύτερη σκέψη.
Τα καλοκαίρια μοιάζουν με παλιόπαιδα. Είναι αλήτες με γδαρμένους αστραγάλους. Είναι οι φαμίλιες που ξανασμίγουν, τα αντικριστά μπαλκόνια με τους απόκληρους των τσιμεντένιων συνοικιών, τα τσιγάρα στα ορθάνοιχτα διαμερίσματα των τηλεοπτικών επαναλήψεων, των θλιμμένων για τη μοναξιά τους, των λιγότερο τυχερών που ξέμειναν στην πόλη, που δε θα ξεβράσει κανένα κύμα τις μαύρες τους σκέψεις.
Τα καλοκαίρια “θέλεις να πάρεις τη φυλή σου και να φύγεις, να εξαφανιστείς”.
Να ζωγραφίσεις καΐκια, να πιαστείς στα δίχτυα των ψαράδων, να γιορτάσεις στα πανηγύρια την Παναγιά, να ανάψεις φωτιές στην άμμο, να χορτάσεις ουρανό μ’ αστέρια.
Είναι η αίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται εκεί έξω. Τόσο ιδανικά.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αθηνάς Τερζή “Αν είχα μια Μαρία σε μια σοφίτα” από τις εκδόσεις Πηγή