Αυτό συνέβη πριν γίνει γνωστός στον κόσμο.
Ήμουνα στον κήπο της μητέρας μου και περιποιόμουνα τις τριανταφυλλιές, όταν σταμάτησε στην εξώπορτά μας. Και είπε: «Είμαι διψασμένος. Θα μου δώσεις νερό απ’το πηγάδι σου;»
Έτρεξα κι έφερα το ασημένιο τάσι και το γέμισα νερό. Κι έριξα μέσα του λίγες σταγόνες από το μπουκαλάκι με το γιασεμί.
Και ήπιε βαθιά κι ευχαριστήθηκε. Μετά, με κοίταξε στα μάτια και είπε: «Η ευλογία μου θα είναι μαζί σου».
Όταν το είπε αυτό, ένιωσα σαν ένα φύσημα του αέρα να διαπερνάει το κορμί μου. Και δεν ντρεπόμουνα πια. Και είπα: «Κύριε, είμαι αρραβωνιασμένη με έναν από την Κανά στη Γαλιλαία. Και θα παντρευτώ την τέταρτη μέρα της επόμενης βδομάδας. Θα έρθετε στην τελετή να τιμήσετε με την παρουσία σας το γάμο μου;»
Κι αυτός απάντησε: «Θα ‘ρθω, παιδί μου». Σκέψου, είπε «παιδί μου». Ενώ ήτανε νέος κι εγώ γύρω στα είκοσι!
Μετά, συνέχισε το δρόμο του προς τα κάτω. Κι έμεινα στην εξώπορτα του κήπου μας, μέχρι που με φώναξε η μητέρα μου σπίτι.
Την τέταρτη μέρα της επόμενης βδομάδας, με πήραν στο σπίτι του γαμπρού και με παράδωσαν για γάμο.
Κι ο Ιησούς ήρθε και μαζί του η μητέρα του κι ο αδελφός του ο Ιάκωβος.
Καθίσαν γύρω απ’το γαμήλιο τραπέζι με τους καλεσμένους μας, ενώ οι παιδικές μου φίλες τραγουδούσαν τα τραγούδια του γάμου του Βασιλιά Σολομώντα.
Κι ο Ιησούς έτρωγε το φαγητό μας και έπινε το κρασί μας και χαμογελούσε σε μένα και στους άλλους. Και πρόσεχε όλα τα τραγούδια. Για τον αγαπημένο που φέρνει την αγαπημένη του μέσα στη σκηνή του. Και για το νεαρό αμπελοφύλακα που αγάπησε την κόρη του ιδιοκτήτη του αμπελώνα και την οδήγησε στο σπίτι της μητέρας του. Και για το βασιλόπουλο που αντάμωσε τη μικρή ζητιάνα, που την πήρε στο βασίλειό του και την έστεψε με την κορώνα των προγόνων του.
Και φαινόταν σαν να έφταναν όμως στ’αυτιά του κι άλλα ακόμα τραγούδια που εγώ δεν μπόραγα ν’ακούσω.
Το σούρουπο, ο πατέρας του άντρα μου ήρθε στη μητέρα του Ιησού και ψιθύρισε λέγοντας: «Δεν έχουμε άλλο κρασί για τους καλεσμένους μας. Και η μέρα δεν έχει τελειώσει ακόμα».
Ο Ιησούς άκουσε το ψιθύρισμα κι είπε: «Αυτός που σερβίρει, ξέρει ότι υπάρχει ακόμα κι άλλο κρασί».
Κι έτσι πράγματι – κι όσο μείνανε οι καλεσμένοι, υπήρξε έξοχο κρασί για όλους που πίναν.
Ο Ιησούς αμέσως άρχισε να μιλάει με μας. Μίλησε για τα θαύματα τ’ουρανού και της γης. Για τα ουράνια άνθη που ανοίγουν όταν η νύχτα είναι πάνω στη γη και για τα γήινα λουλούδια που ανθίζουν όταν κρύβει η μέρα τ’άστρα.
Μας είπε παραβολές και ιστορίες και η φωνή του μας μάγευε τόσο, που κοιτάζαμε σ’αυτόν σαν να βλέπαμε οράματα και ξεχάσαμε το ποτήρι και το πιάτο.
Κι έτσι που τον άκουγα, μου φαινόταν σαν να ήμουνα σε μια γη άγνωστη και μακρινή.
Μετά από λίγο, ένας απ’ τους καλεσμένους είπε στον πατέρα του άντρα μου: «Κρατήσατε το καλύτερο κρασί μέχρι το τέλος της γιορτής. Άλλοι οικοδεσπότες δεν το κάνουν».
Κι όλοι πιστέψαμε ότι ο Ιησούς είχε πραγματοποιήσει ένα θαύμα, έτσι που να έχουμε κι άλλο κρασί και καλύτερο στο τέλος της γιορτής του γάμου από ότι στην αρχή.
Κι εγώ σκέφτηκα ότι ο Ιησούς είχε δώσει το κρασί, αλλά δεν παραξενεύτηκα. Γιατί στη φωνή του είχα κιόλας ακούσει για θαύματα.
Κι αργότερα, πράγματι, η φωνή του παράμεινε κοντά στην καρδιά μου, ακόμα και μέχρι που απόκτησα το πρώτο μου παιδί.
Και τώρα ακόμα, μέχρι σήμερα, στο χωριό μας και στα γύρω χωριά, ακόμα θυμούνται για τον καλεσμένο μας. Και λένε: «Το πνεύμα του Ιησού της Ναζαρέτ είναι το καλύτερο και το παλιότερο κρασί».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν «Ιησούς ο Γιος του Ανθρώπου» από τις εκδόσεις Μπουκουμάνης