Από τι να υποφέρουμε άραγε περισσότερο: από τα όρια που δεν καταφέρνουμε να βάλουμε και να ορίσουμε την ύπαρξη μας ή, από τα όρια που βάλαμε κάποτε ανυποψίαστοι, θυμωμένοι ή πληγωμένοι, τα λησμονήσαμε, και τώρα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε γιατί οι νύχτες μας βρίσκουν μόνους και ανελεύθερους; Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες εισχωρεί στις γωνιές της ζωής και προσκρούει ονειρικά πάνω σε όρια παλιά και φορτωμένα απ’ τον χρόνο και τη νύχτα. Ποια πόρτα κλείσαμε και συνεχίσαμε μόνοι; Ποιον θάμνο πρέπει να ξεριζώσουμε για να ξανάρθει το φως;
Όρια (limites) Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Από τούτους τους δρόμους
πού μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
πού θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.
Σ’ αυτόν πού ορίζει άτεγκτες νόρμες
κι’ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
πού κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.
Αν για όλα υπάρχει όριο
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σ’ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;
Απ’ το μαβί το παράθυρο
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
πού μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.
Υπάρχουνε στο νότο
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
πού το έμπα
μού κλείνουν
σαν να’ τανε λιθογραφίες.
Μια πόρτα τη σφάλισες
για πάντα
κι’ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.
Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σ’ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.
Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου
αυτό πού είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πείς
πράγματα αλησμόνητα.
Και ο ασταμάτητος Ροδανός
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιό απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θα’ ναι
όπως η Καρχηδόνα
πού οι λατίνοι τη ξέκαναν
με φωτιά κι’ αλάτι.
Την αυγή ψυχανεμίζομαι
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους πού αλαργεύει…
είναι αυτοί πού με πόθησαν,
κι’ αυτοί πού με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κι’ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.
Μετάφραση – επίμετρο: Στάθης Λειβαδάς