Ήταν μια συννεφιασμένη βροχερή μέρα, μ’ έναν κρύο αέρα που φυσούσε από τα νοτιοδυτικά.
Ανηφορίζαμε το δρόμο που οδηγούσε σ’ εκείνο τον καταρράχτη που γινόταν το θορυβώδες ποτάμι που τώρα περπατούσαμε δίπλα του.
Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι στους δρόμους και πέρασαν ελάχιστα αυτοκίνητα, ενώ το ποτάμι κυλούσε βιαστικά, πιο γρήγορα από ποτέ.
Ανεβήκαμε το δρόμο με τον άνεμο να φυσάει πίσω μας, ενώ εργάτες δούλευαν για το πλάτεμα της στενής κοιλάδας, και πάνω στ’ αστραφτερά πράσινα βοσκοτόπια υπήρχαν μπαλώματα ήλιου.
Οι εργάτες που πλάταιναν το δρόμο, καθώς τους προσπερνούσαμε μας χαιρέτησαν με φιλικά χαμόγελα και μερικές λέξεις στα ιταλικά.
Έτσι που δούλευαν όλη μέρα σκάβοντας και κουβαλώντας βράχους, έμοιαζε απίστευτο ότι είχαν τη διάθεση έστω και για ένα χαμόγελο, αλλά το έκαναν.
Πιο πάνω, κάτω από ένα μεγάλο υπόστεγο, έκοβαν δέντρα με μοντέρνα εργαλεία, ενώ άνοιγαν τρύπες και σκάλιζαν σχέδια σε χοντρά ξύλα.
Η κοιλάδα πλάταινε όλο και πιο πολύ και πιο πέρα υπήρχε ένα χωριό, ενώ ακόμα πιο πέρα έσκαγε ο καταρράχτης πέφτοντας από τους ψηλούς παγωμένους βράχους του βουνού.
Περισσότερο ένιωθε παρά έβλεπε την ομορφιά της γης και των κουρασμένων ανθρώπων, του ποταμού που κυλούσε γοργά και των ήσυχων λιβαδιών.
Στο γυρισμό, εκεί κοντά στο σπίτι κι ενώ όλος ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από βαριά σύννεφα, ξαφνικά έπεσαν μερικές αχτίδες του ήλιου που βασίλευε πάνω σε μερικά βράχια πάνω στο βουνό. Αυτό το φωτεινό μπάλωμα ήλιου πάνω στην επιφάνεια εκείνων των βράχων αποκάλυψε ένα βάθος ομορφιάς και αισθημάτων, που καμιά εικόνα φτιαγμένη από ανθρώπινο χέρι δεν μπορεί να έχει.
Έμοιαζε σαν οι βράχοι να ήταν φωτισμένοι από μέσα, σαν να είχαν ένα δικό τους φως, γαλήνιο, που δε σβήνει ποτέ. Η μέρα έφτανε στο τέλος της.
Μόνο όταν ξύπνησε νωρίς το άλλο πρωί είχε επίγνωση της λαμπρότητας και τη αγάπης που συνάντησε το προηγούμενο απόγευμα.
Η συνείδηση δεν μπορεί να χωρέσει την απεραντοσύνη της αθωότητας· μπορεί να τη δεχτεί, αλλά δεν μπορεί να την κυνηγήσει ή να την καλλιεργήσει. Ολόκληρη η συνείδηση πρέπει να είναι ήσυχη, χωρίς να θέλει, χωρίς να ψάχνει, και χωρίς να κυνηγάει τίποτα.
Το σύνολο της συνείδησης πρέπει να είναι ήσυχο και μόνο τότε μπορεί να υπάρξει εκείνο που δεν έχει τέλος κι αρχή.
Διαλογισμός είναι το άδειασμα της συνείδησης όχι για να τη δεχτεί, αλλά για να μείνει άδεια από κάθε προσπάθεια.
Πρέπει να υπάρχει χώρος για να γίνει ησυχία, όχι ο χώρος που φτιάχνει τη σκέψη με τις πράξεις της, αλλά ο χώρος που έρχεται με άρνηση και καταστροφή όταν δεν έχει μείνει τίποτα από τη σκέψη και τις προβολές της. Μόνο στο κενό μπορεί να υπάρξει δημιουργία.
Ξυπνώντας νωρίς σήμερα το πρωί, η ομορφιά εκείνης της δύναμης με την αθωότητά της ήταν εκεί, ξεκινώντας από βαθιά και φτάνοντας στην επιφάνεια του νου.
Είχε την ιδιότητα μιας απέραντης ευλυγισίας, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να της δώσει ένα σχήμα· τίποτα δεν μπορούσε να την αναγκάσει να προσαρμοστεί, να συμμορφωθεί με την ανθρώπινη διάθεση. Δεν μπορεί να πιαστεί μέσα σε σύμβολα και λέξεις. Αλλά βρισκόταν εκεί, τεράστια και ανέγγιχτη. Κάθε διαλογισμός έμοιαζε μάταιος και ανόητος. Μόνο εκείνη παρέμενε και ο νους ήταν ήσυχος.
Μερικές φορές μέσα στη μέρα, σε παράξενες στιγμές, εκείνη η ευλογία θα ερχόταν και θα έφευγε μακριά. Το να επιθυμείς και να την αναζητάς δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Η διαδικασία συνεχίζεται μαλακά.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κρισναμούρτι “Σημειώσεις” από τις εκδόσεις Καστανιώτη