Ας σκεφτούμε όλες εκείνες τις φορές που νιώθουμε δυστυχισμένοι σε μια συντροφική, αποκλειστική σχέση. Όλα όσα στην αρχή μάς κάνουν να ερωτευτούμε έναν άνθρωπο, στη συνέχεια μας προκαλούν πίεση. Παραπονιόμαστε στους στενούς μας φίλους και στην οικογένειά μας και σχεδιάζουμε τρόπους για να «αποδράσουμε» με εύκολο και ανώδυνο τρόπο. Εντούτοις, όσο περνούν οι εβδομάδες και οι μήνες, πιστεύουμε ότι τα δύσκολα πέρασαν και τα σχέδια μας μένουν απραγματοποίητα. Αν και δεν είμαστε πιο ευτυχισμένοι από πριν, υπάρχει κάτι που μας κρατά πίσω, χωρίς να γνωρίζουμε τι ακριβώς.
Μία νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Utah από τη Samantha Joel και τους συνεργάτες της (2018) μας προσφέρει μια φρέσκια οπτική στο τι κρατά τους ανθρώπους σε μη ικανοποιητικές σχέσεις. Οι Joel et al. ξεκινούν αμφισβητώντας τις συνήθεις υποθέσεις, οι οποίες δηλώνουν ότι οι άνθρωποι παίρνουν την απόφαση να φύγουν βασισμένοι στο ποιο είναι το συμφέρον τους.
Έχουμε ήδη αφιερώσει αρκετό χρόνο και προσπάθεια στη σχέση, οπότε το να φύγουμε θα μας κόστιζε· αυτός είναι ένας επαρκής προσωπικός λόγος για να μείνουμε. Ένας άλλος πιθανός λόγος για να μείνουμε είναι ότι η σχέση αποτελεί μια πιο βολική κατάσταση από το να χρειαστεί να ξαναμπούμε στον κόσμο των ραντεβού ή από το να παραμείνουμε ελεύθεροι. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, πρόκειται για αποφάσεις προσανατολισμένες στο προσωπικό συμφέρον παρά στο/στη σύντροφο. Κι αν η απόφαση βασιζόταν στο τι είναι καλύτερο για το/τη σύντροφο;
Αν το σκεφτούμε λίγο παραπάνω, ίσως αυτό το αλτρουιστικό κίνητρο να αποτελεί έναν λόγο που μένουμε σε μια δυστυχισμένη σχέση. Η Joel και οι συνεργάτες της υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι έχουν «έμφυτα την τάση να λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων ακόμα και των αγνώστων». Αν πράγματι αυτό ισχύει, τότε οι άνθρωποι το πιθανότερο είναι να αποφεύγουν να εγκαταλείπουν τους συντρόφους τους στη μοίρα τους. Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, «η απόφαση της παραμονής σε μια σχέση ή του χωρισμού βασίζεται… επίσης στην αντιλαμβανόμενη εξάρτηση του/της συντρόφου από τη σχέση». Βασισμένοι σε ένα μεγάλο και εντυπωσιακό όγκο βιβλιογραφίας σε σχέση με τα φιλο-κοινωνικά κίνητρα (δηλαδή την επιθυμία να λαμβάνουμε υπόψη τις ανάγκες των άλλων), οι ερευνητές παρουσιάζουν τη σημασία της «αναπάντεχης» ύπαρξης της επιθυμίας να δρούμε για να ωφελούμε τους άλλους χωρίς τη σκέψη της προσωπικής ανταμοιβής.
Όλα αυτά μπορεί να σας φαίνονται υπερβολικά αισιόδοξα ή και ουτοπικά. Ωστόσο, σκεφτείτε μια κατάσταση όπου επιτρέπετε σε ένα ξένο να πάρει τη θέση σας στην ουρά ή σε έναν άλλο οδηγό να περάσει μπροστά σας. Όταν εμπλέκεστε σε τέτοιες μικρές πράξεις αλτρουισμού, ένα μικρό μέρος του εαυτού σας νιώθει καλύτερα. Δεν περιμένετε απαραίτητα να κερδίσετε κάτι γι’ αυτή τη μίνι καλοσύνη σας, αφού το πιθανότερο είναι να μη δείτε ποτέ ξανά τον άγνωστο που βοηθήσατε. Ή σκεφτείτε την έντονη επιθυμία που νιώθετε να βοηθήσετε όταν κάποιος ρίχνει τον καφέ του ή του πέφτει το τηλέφωνο. Προσπαθείτε ενστικτωδώς να δώσετε ένα χέρι βοηθείας. Αν συμπεριφέρεστε έτσι στους αγνώστους, γιατί να μην κάνετε το ίδιο στους ανθρώπους που αγαπάτε ή αγαπήσατε;
Τέτοιες αλτρουιστικές πράξεις, σύμφωνα με την Joel et al, βασίζονται στη θεωρία της αλληλεξάρτησης. Αυτή η θεωρία προτείνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την επιλογή, σε κάθε αλληλεπίδραση, να αποφασίσουν αν θα μεγιστοποιήσουν τα αποτελέσματα για δικό τους όφελος. Εντούτοις, για να διατηρηθεί μια στενή σχέση, αυτές οι σκέψεις διευρύνονται για να συμπεριλάβουν τον/τη σύντροφο, αλλά και την ίδια τη σχέση. Στις περισσότερες σχέσεις, η θεωρία αλληλεξάρτησης προτείνει ότι θέτουμε κανόνες που περιλαμβάνουν τις βασικές ανάγκες που οι άνθρωποι έχουν για συνεργασία και αλτρουισμό.
Για να ελέγξουν τη θεωρία, οι Joel et al. διεξήγαγαν δύο έρευνες, ώστε να δουν αν θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν αυτές τις συμπεριφορές. Η πρώτη έρευνα ακολούθησε την εξέλιξη των σχέσεων σε μια περίοδο 10 εβδομάδων με 1281 διαδικτυακούς συμμετέχοντες (με μέσο όρο ηλικίας τα 26), επιτρέποντας στους ερευνητές να καθορίσουν αν οι αντιλήψεις της εξάρτησης του συντρόφου από τη σχέση προέβλεπε ένα χαμηλότερο ποσοστό χωρισμών.
Στην αρχή της έρευνας, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν μια σειρά ερωτηματολογίων που μετρούσαν την αφοσίωση του συντρόφου, την προβλεπόμενη δυσφορία σε σχέση με τον χωρισμό, την προσωπική επένδυση στη σχέση, την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση από τον σύντροφο και τον βαθμό επιθυμίας του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του συντρόφου. Στο πέρασμα των 10 εβδομάδων, οι ερευνητές αξιολόγησαν την κατάσταση της σχέσης τους, εξετάζοντας την προβλεπτική αξία των αρχικών υπολογισμών. Όπως ήταν προβλεπόμενο, αυτή η πρώτη έρευνα έδειξε ότι όσοι αντιλαμβάνονταν ότι οι σύντροφοί τους ήταν εξαιρετικά εξαρτημένοι, οι πιθανότητες χωρισμού ήταν πράγματι χαμηλές.
Η δεύτερη έρευνα στόχευε στην τελική διαδικασία της απόφασης του αν θα αφήσουν ή όχι τους συντρόφους τους. Όλοι οι συμμετέχοντες βρίσκονταν σε διαδικασία αμφισβήτησης της σχέσης τους. Με μέσο όρο τα 32 χρόνια και με μέση διάρκεια σχέσης τα 3 χρόνια, οι 442 από τους 500 σκέφτονταν το χωρισμό. Χρησιμοποιώντας τις ίδιες ερωτήσεις της πρώτης έρευνας, οι συγγραφείς για άλλη μια φορά βρήκαν ότι και πάλι οι πιθανότητες ένα άτομο να πραγματοποιήσει τον χωρισμό ήταν πολύ λιγότερες αν ο/η σύντροφος φαινόταν πολύ αφοσιωμένος και εξαρτημένος από τη σχέση και πίστευαν ότι η παραμονή στη σχέση ήταν για το καλό των συντρόφων τους.
Η έρευνα αυτή ήταν πρώτη που μελετά την φιλο-κοινωνική φύση των αποφάσεών μας για να μείνουμε ή να φύγουμε από μια σχέση. Χρειάζεται ωστόσο περαιτέρω έρευνα για το αν αυτή η στάση ωφελεί ή ζημιώνει τα άτομα και τη σχέση. Αυτές οι επιπρόσθετες ερωτήσεις θα αποτελέσουν τη βάση για μελλοντικές έρευνες.