Νυχτώνει κι ίσως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να κάνουμε από το να πάρουμε μια βαθειά ανάσα και να στείλουμε κύματα αγάπης στην ποιήτρια Σύλβια Πλάθ που αγγίζει με τόση χάρη τις άκριες των κουβαριασμένων συναισθημάτων ενός κοριτσιού, μιας γυναίκας, μιας μητέρας και μιας ερωμένης, καθώς πάλευε με την ιδιοφυΐα της αλλά και με τις διαταραχές του νου της, σημάδια ανεξίτηλα της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας της. Με μια βαθιά ανάσα ας απλώσουμε τη ματιά μας στο ποίημά της…
Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ Σ Τ Α Μ Α Υ Ρ Α
της Σύλβια Πλαθ
Εκεί που οι τρεις πορφυροί
Κυματοθραύστες δέχονται το σκούντημα
Και το ρούφηγμα της γκρίζας θάλασσας
Στ’ αριστερά, και το κύμα
Ξεσφίγγει τη γροθιά του πάνω στο γκριζοκάστανο
Αγκιστρωτό ακρωτήρι της
Φυλακής του Ντιρ Άιλαντ
Με τα συγυρισμένα του χοιροστάσια,
Τα ορνιθοτροφεία και το πράσινο για τα ζώα
Στα δεξιά, κι ο μαρτιάτικος πάγος
Στιλβώνει τις πέτρινες λακκούβες ακόμη,
Υψώνονται οι γκρεμοί της αμμουδιάς στου ταμπάκου το χρώμα
Πάνω από μια πέτρα μεγάλη και μυτερή
Γυμνωμένη από κάθε ρεύμα που ξεσπά,
Κι εσύ, διασχίζοντας κείνες τις άσπρες
Πέτρες, τις δρασκέλισες με το νεκρό
Μαύρο παλτό σου, τα μαύρα παπούτσια, και τα
Μαύρα μαλλιά σου ως εκεί που στάθηκες,
Στεριωμένος στρόβιλος στη μακρινή
Άκρη, καθηλώνοντας πέτρες, αέρα,
Όλα αυτά, μαζί.
Μετάφραση: Αλέξης Τραϊανός
Πηγή: popaganda.gr