Ένας άνδρας κάποτε μετέφερε ένα βαρύ και ασήκωτο φορτίο. Ήθελε να το μεταφέρει στον προορισμό του, ακόμα και αν αυτό του προκαλούσε σοβαρό σωματικό πόνο και κόπωση. Τα χέρια του είχαν ματώσει, αλλά εκείνος δεν άφηνε το φορτίο που κουβαλούσε για κανένα λόγο. Τα χέρια του είχαν γεμίσει φουσκάλες, αλλά εκείνου η θέληση δεν καμπτόταν από τίποτα.
Στο δρόμο του, πολλοί προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν. Άλλοι τον λυπήθηκαν έτσι ταλαιπωρημένο που τον έβλεπαν και τον νουθέτησαν στο να αφήσει –έστω και για λίγο- το βαρύ του φορτίο. Όποιος όμως και να πήγαινε να τον βοηθήσει, ερχόταν αντιμέτωπος με την οργή του.
Τα βήματά του τον οδηγούν σε ένα βουνό, απόκρημνο και δύσβατο. Δεν κάμπτεται, αποφασίζει να το διαβεί. Χωρίς νερό, χωρίς βοήθεια, χωρίς τίποτα.
Ο δυνατός όμως ήλιος, θα ήταν εκείνος ο οποίος θα έδινε λύση στην περηφάνια του.
Τον τύφλωσε, τον αποπροσανατόλισε και έχασε τον προσανατολισμό του, αφήνοντας το βάρος που κουβαλούσε να φύγει από τα χέρια του και εκείνον να τα βάζει στο πρόσωπό του ώστε να προστατευτεί από τον ήλιο.
Ξαφνικά όμως, αντί να δυσαρεστηθεί, αισθάνθηκε τα χέρια του απελευθερωμένα. Παρατήρησε τα χέρια του πως είχαν μεν ρόζους, αλλά το έντονο κόκκινο από την πίεση του αίματος είχε φύγει.
Διαβάστε επίσης: Αγάπη – ο δρόμος που οδηγεί στην ελευθερία
Τότε αντιλήφθηκε πως έπρεπε να είχε αφήσει το βαρύ φορτίο που τόσο πολύ τον κούραζε και πως αν το είχε αφήσει καιρό πριν, δε θα είχε πονέσει τόσο πολύ και δε θα είχαν ματώσει τα χέρια του.
Πόσο σημαντικό είναι και στη ζωή μας τελικά να φεύγουμε από καταστάσεις που μας φθείρουν και μας αναλώνουν εσωτερικά; Πόσες φορές δε μείναμε σε μία κατάσταση ελπίζοντας να την αλλάξουμε και, τελικά, διαπιστώσαμε πως όλο αυτό είναι ένα ανώφελο χάσιμο χρόνου το οποίο δε μας οδήγησε ποτέ πουθενά;
Να αφήνουμε κάποια πράγματα, χρειάζεται να τα αφήνουμε γιατί μας κρατάνε στάσιμους και μας πληγώνουν…
Μαρία Σκαμπαρδώνη