Το καλύτερο που μπορώ» είναι μία φράση η οποία αναλόγως πως θα την εκλάβουμε μπορεί να γίνει από πολύ απελευθερωτική έως πολύ καταπιεστική. Πολύ απελευθερωτική είναι όταν ακολουθείτε ή βασίζεται πάνω στη συνειδητοποίηση πως ό,τι “κάνω είναι το καλύτερο που μπορώ ούτως ή άλλως να κάνω.” Πολύ καταπιεστική είναι όταν θεωρούμε πως το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι κάτι άλλο από αυτό που κάνουμε, κάτι παραπάνω που, πολλές φορές ξεπερνά τις δυνάμεις μας.
Η ζωή μας είναι γεμάτη από στόχους και σχέδια τα οποία πολλές φορές, παρά τις προσπάθειές μας δε βγαίνουν. Άλλες φορές πάλι ανακαλύπτουμε πως έχουμε αμελήσει δραματικά τις ενέργειες που χρειάζεται να κάνουμε για να βγουν τα πλάνα μας. Και υπάρχουν και τα σχέδια, οι στόχοι που τα πετυχαίνουμε χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Πολλές φορές είμαστε σκληροί στον απολογισμό μας, θεωρώντας πως θα έπρεπε να τα είχαμε κάνει καλύτερα τα πράγματα. Θεωρώντας πως δεν κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε. Είναι όμως αυτό αλήθεια; Ποια είναι τα κριτήρια που έχουμε μέσα μας τα οποία καθορίζουν πότε έχουμε κάνει το καλύτερο που μπορούμε;
Πολλοί στην σύγχρονη κουλτούρα του στρες, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι από τον εαυτό μας. Η τελειομανία είναι χαρακτηριστική δυσλειτουργία η οποία δε μας αφήνει να αναπαυθούμε ποτέ, ούτε και να απολαύσουμε την υλοποίηση κάποιας ενέργειάς μας. Όσο καλό κι αν είναι το αποτέλεσμα, πάντα υπάρχει κάτι που θα μας φανεί πως θα μπορούσαμε να το κάνουμε καλύτερα. Με αποτέλεσμα, πολλές φορές να μην έχουμε αποτέλεσμα.
Μία άλλη διαστρέβλωση του πολύπλοκου εσωτερικού μας κόσμου ή καλύτερα της πολύπλοκης σκέψης μας… της μπερδεμένης μας σκέψης δηλαδή, είναι ότι νομίζουμε πως το να κάμουμε το καλύτερο που μπορούμε πάει να πει κούραση, κόπος και σκληρή δουλειά. Και φυσικά αυτό μπορεί να ισχύει σε ορισμένες βλέψεις που μπορεί να μας προκύψουν όπως πχ αν βάλουμε στο μάτι το χρυσό μετάλλιο στα «400 μετ’ εμποδίων» της ερχόμενης Ολυμπιάδος. Ή πιο απλά πράγματα, να τελειώνουμε πια με τη σχολή και άρα, να περάσουμε φέτος όλα τα χρωστούμενα μαθήματα. Εκεί το πιθανότερο είναι να χρειαστεί να κοπιάσουμε. Πολλοί όμως κοπιάζουμε υπερβολικά για να βγάλουμε μια μέρα στη δουλειά –και μετά την άλλη και την άλλη- ή για να κατεβάσουμε τα χειμωνιάτικα, ή… για να στολίσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο (από τώρα;). Έχουμε στο μυαλό μας την πεποίθηση πως αν δεν κουραστούμε, τότε τεμπελιάζουμε. Αυτή η πεποίθηση κρύβεται πίσω από πολλές ζημιές που γίνονται λόγω υπερβάλλοντος ζήλου. Ένας ζήλος που καταστρέφει σχέσεις, συνεργασίες και σχέδια. Γινόμαστε καταπιεστικοί, επικριτικοί και ξοδεύουμε το ενεργητικό δυναμικό των δραστηριοτήτων μας σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα επιβάλλοντας έτσι ένα αποδυναμωμένο αποτέλεσμα και θυμωμένες σχέσεις.
Άλλη μία περίπτωση όπου συχνά μας διαστρεβλώνει την αντίληψη περί του τίνος είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε, είναι μια τάση να αναλαμβάνουμε ευθύνες ή να εμπλεκόμαστε σε καταστάσεις οι οποίες δεν ήταν για εμάς. Μπορεί να κάνουμε οικογένεια γιατί «έτσι πρέπει» και όχι γιατί αγαπάμε τα παιδιά με τον σύντροφό μας. Μπορεί να πάμε να σπουδάσουμε δικηγόροι γιατί ήταν κι ο πατέρας μας και όχι γιατί μας διακατέχει μια γνήσια αίσθηση του δικαίου. Και κάπου στην πορεία, η ανατροφή δύο παιδιών μας πνίγει, ο/η σύντροφος μας παρατάει για να ζωγραφίζει ιβίσκους στη Χονολουλού, (κάτι που ήταν δικό μας όνειρο αλλά το παρατήσαμε για την οικογένεια) ενώ τα παιδιά μας κοιτούν καχύποπτα και μας ρωτάνε πότε θα τα πάμε στη Χαβάη για να δουν τον μπαμπά ή τη μαμά. Εμείς όμως έχουμε να πληρώσουμε λογαριασμούς και συνέπειες κάποιας απερισκεψίας μας η οποία έμοιαζε τόσο καλή και μελετημένη κίνηση…
Τι θα λέγατε τώρα αν παρόλη τη ζημιά που έχουμε προξενήσει με την τελειομανία μας, τον υπερβάλλοντα ζήλο μας αλλά και τις λάθος επιλογές μας, βάζαμε το χέρι στην καρδιά μας και λέγαμε στον εαυτό μας πως, αυτό είναι το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε, σύμφωνα με τα δεδομένα μας τη στιγμή που πράξαμε; Αν πχ τα δεδομένα μας ήταν πως θα έπρεπε να είχαμε κάνει οικογένεια πάση θυσία και την κάναμε, τότε αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε. Αν τα δεδομένα μας έλεγαν ότι έπρεπε να πιέσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους για να στολίσουμε το δέντρο στις 2 Νοεμβρίου τότε αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι καλύτερο εκείνη τη στιγμή. Δε μπορούσαμε να πάμε «κόντρα στο ρεύμα» πχ και αντί για οικογένεια να ζωγραφίζουμε ιβίσκους στη Χαλεακάλα υπό τους ήχους της ukulele. Δε μπορούσαμε να στενοχωρήσουμε τον πατέρα μας και να απορρίπταμε το επάγγελμά του για να σπουδάσουμε Ανωτάτη Ρομποτική (κορίτσι πράμα!) Δε μπορούσαμε να προνοήσουμε και να φρενάρουμε πριν μας πεταχτεί το μηχανάκι από τη στροφή. Δε μπορέσαμε να πάμε στον γιατρό από τα πρώτα συμπτώματα. Και άλλα πολλά αδιόρθωτα και ανεπανόρθωτα που ίσως να νομίζουμε ακόμα μετά από χρόνια πως θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει καλύτερα.
Και τι θα λέγατε τώρα αν κρατώντας ακόμα το χέρι στην καρδιά, αναγνωρίζαμε πως και οι άλλοι, όσοι μας πλήγωσαν, μας έκλεισαν το δρόμο, μας χαντάκωσαν, μας κακομεταχειρίστηκαν, έκαναν κι εκείνοι το καλύτερο που μπορούσαν. Λειτούργησαν όπως εμείς στις πιο ανεπανόρθωτες στιγμές της ζωής τους…
Το να κάμουμε το καλύτερο που μπορούμε δεν πάει να πει πως θα είναι πάντα το σωστό ή το αρκετό. Ίσως το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε να είναι μια μεγάλη βλακεία. Ίσως πάλι να είναι ένα τριήμερο στον καναπέ με ύπνο και πατατάκια αντί για την εργασία της οποίας η προθεσμία λήγει. Αυτή είναι και θα παραμείνει η ανθρωπινή μας φύση. Γνήσια ατελής και σοφά γκαφατζίδικη μέχρι το τέλος. Και αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να είμαστε αυτή τη στιγμή. Άνθρωποι.