«Ξένε, ξένε, εραστή των άφταστων υψών, γιατί κατοικείς ανάμεσα στις κορυφές όπου οι αετοί χτίζουν τις φωλιές τους;
Γιατί κυνηγάς το άπιαστο;
Ποιες καταιγίδες θα ΄θελες να παγιδέψεις στο δίχτυ σου;
Και ποια αέρινα πουλιά κυνηγάς στον ουρανό;
Έλα και γίνε ένας από μας. Χαμήλωσε και χόρτασε την πείνα σου με το ψωμί μας και σβήσε τη δίψα σου με το κρασί μας».
Στη μοναξιά των ψυχών τους είπαν αυτοί αυτά τα πράγματα.
Αν όμως η μοναξιά τους ήταν βαθύτερη, θα είχαν καταλάβει ότι εγώ δεν αναζητούσα τίποτε άλλο εκτός από το μυστικό της χαράς σας και του πόνου σας,
και κυνηγούσα μόνο τους πλατύτερους εαυτούς σας που περπατούν στον ουρανό.
Αλλά ο κυνηγός ήταν επίσης και κυνηγημένος.
Γιατί πολλά από τα βέλη μου έφυγαν από το τόξο μου μόνο για να γυρίσουν στα στήθη μου.
Κι αυτός που πετούσε ήταν επίσης αυτός που σερνόταν.
Γιατί όταν τα φτερά μου ήταν απλωμένα κάτω από τον ήλιο, η σκιά τους πάνω στη γη ήταν μια χελώνα.
Κι εγώ ο πιστός ήμουν επίσης αυτός που αμφέβαλλε.
Γιατί, πολλές φορές έβαλα το δάχτυλό μου στη δική μου την πληγή για να μπορέσω ν΄αποχτήσω την πιο μεγάλη πίστη σε σας και την πιο μεγάλη γνώση για σας.
Και μ΄αυτή ακριβώς την πίστη και τη γνώση λέγω:
Δεν είστε φυλακισμένοι στα σώματά σας, ούτε περιορισμένοι στα σπίτια σας ή τα χωράφια.
Αυτό που είστε κατοικεί πάνω από το βουνό και περιπλανιέται με τον άνεμο.
Δεν είναι κάτι που σέρνεται μέσα στον ήλιο για ζέστα ούτε κάτι που σκάβει τρύπες μέσα στο σκοτάδι για ασφάλεια.
Αλλά κάτι ελεύθερο, ένα πνεύμα που περιτυλίγει τη γη και κινείται στον αιθέρα.
Εάν οι λέξεις αυτές είναι θολές, μη γυρέψετε να τις ξεκαθαρίσετε.
Θολή και συννεφένια είναι η αρχή όλων των πραγμάτων, αλλά όχι το τέλος τους.
Και πολύ θα ήθελα να με θυμάστε σαν μια αρχή.
Η ζωή, και κάθετι που ζει, πιάνεται στην αρχή μέσα στη θολούρα κι όχι μέσα στο κρύσταλλο.
Και ποιος ξέρει αν το κρύσταλλο δεν είναι η θολούρα που διαλύεται;
Αυτό θα ήθελα να θυμάστε όταν θα θυμάστε εμένα:
Αυτό που φαίνεται το πιο αδύνατο κι αναποφάσιστο μέσα σας είναι το πιο δυνατό και το πιο αποφασιστικό.
Μήπως δεν είναι η ανάσα σας που έπλασε και σκλήρυνε τη δομή των κοκκάλων σας;
Και μήπως δεν είναι κάποιο όνειρο που κανείς από σας δε θυμάται να το ονειρεύτηκε, που έχτισε την πόλη σας και δημιούργησε όλα όσα είναι μέσα σ΄αυτή;
Αν μπορούσατε μονάχα να δείτε τα κύματα της ανάσας σας, θα παύατε να βλέπατε οτιδήποτε άλλο,
κι αν μπορούσατε ν΄ακούγατε τον ψίθυρο των ονείρων σας δε θ΄ακούγατε κανέναν άλλον ήχο.
Αλλά δε βλέπετε, ούτε ακούτε, και είναι καλύτερα. Το πέπλο που σκεπάζει τα μάτια σας θα σηκωθεί από τα χέρια που το ύφαναν,
κι ο πηλός που βουλώνει τ΄αυτιά σας θα τρυπηθεί από τα δάχτυλα εκείνα που τον ζύμωσαν.
Και τότε θα δείτε
και θ΄ακούσετε
Αλλά δε θα θρηνήσετε που γνωρίσατε την τυφλότητα, ούτε θα μετανιώσετε που ήσασταν κουφοί.
Γιατί, τη μέρα εκείνη, θα γνωρίσετε τον κρυφό σκοπό όλων των πραγμάτων,
Και θα ευλογήσετε το σκοτάδι, όπως θα ευλογούσατε το φως.
Ο Προφήτης Χαλίλ Γκιμπράν εκδόσεις Μπουκουμάνη