Γράφει η Μάρω Μπέλλου, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία σε μία σχέση που όταν απουσιάζουν τείνουμε να πιστεύουμε ότι «κάτι δε πάει καλά σε αυτήν». Είναι όντως απαραίτητα συστατικά στοιχεία ή στην υπερβολή τους μπορεί να δηλητηριάσουν την σχέση; Ακολουθούν ορισμένες συνθήκες στις οποίες μπορούμε να πορευτούμε χωρίς να βαδίζουμε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί.
Ζήλια
Όταν φοβάμαι μήπως χάσω το αγαπημένο μου πρόσωπο, βρίσκομαι υπό καθεστώς έντονης αγωνίας. Σε αυτό το έδαφος ευοδώνεται ένα αίσθημα τρομακτικά δύσκολο να ομολογήσω στον εαυτό μου και ακόμα πιο δύσκολο να αποφύγω: η ζήλια. Η ζήλια είναι ένα δευτερογενές συναίσθημα και ρίχνει φως σε μία σύγκρουση που προϋπήρχε μέσα μου. Το πρωτογενές στοιχείο που την πυροδοτεί είναι ο φόβος μήπως χάσω αυτόν που μου είναι σημαντικός.
Η ζήλια στο εδώ και τώρα με ενημερώνει ότι περιμένω από τον άλλον να με αγαπάει χωρίς περιορισμούς και με απόλυτη προσήλωση. Μου αποκαλύπτει την ανασφάλεια που εδράζεται στην πεποίθηση ότι «η ζωή μου έχει νόημα επειδή υπάρχει ο άλλος». Όταν ζηλεύω εκφράζω την επιθυμία μου να είμαι το επίκεντρο της προσοχής. Αναδύεται το παιδί που υπάρχει μέσα μου και τρέμει μπροστά σε κάθε πιθανότητα εγκατάλειψης. Η ζήλια μπορεί να είναι πηγή πόνου έως και δυστυχίας, καθώς με αφήνει εκτεθειμένο στο αίσθημα ότι είμαι ημιτελής. Είναι πολύ οδυνηρό όταν έρχομαι καταπρόσωπο σε επαφή με την ανεπάρκειά μου. Η αγωνία μήπως χάσω τον αγαπημένο/η μου δημιουργεί αναστολές, ώστε να αφεθώ στην ροή της σχέσης.
Συχνά πιστεύουμε ότι η ζήλια είναι αναμφισβήτητη απόδειξη αγάπης. Όταν γίνομαι δέκτης της τρέφει την ανάγκη μου για κολακεία και επιβεβαίωση. «Ο σύντροφός μου για να με αγαπάει οφείλει να με ζηλεύει» και το αντίστροφο. Όταν, όμως, η ζήλια είναι έντονη και η εκδήλωσή της είναι μη ρεαλιστική, φανερώνονται ψυχολογικά προβλήματα. Κάθε υποψία μπορεί να δικαιολογήσει τα πάντα. Συχνά ο άνθρωπος που ζηλεύει και νιώθει δυστυχισμένος γίνεται επιθετικός. Στην επιφάνεια βγαίνει μία σκοτεινή επιθυμία για τυραννία και αυστηρή επιτήρηση του άλλου. Ο κλοιός αρχίζει να σφίγγει και γίνεται ασφυκτικός.
Ωριμότητα δεν σημαίνει αναγκαστικά απουσία ζήλιας. Το άτομο που δεν ζηλεύει τον σύντροφό του καθόλου, δεν είναι αυθεντικό. Σε κάποιο βαθμό οφείλουμε να διατηρήσουμε την ικανότητά μας να ζηλεύουμε. Γιατί το να αποδεχόμαστε την ανεπάρκεια που κατά τα άλλα την βλέπουμε ως ποταπή είναι σημάδι ωριμότητας. Δυνατός γίνομαι όταν αποδέχομαι τις αδυναμίες μου.
Πάθος
Μόλις ακούγεται η λέξη «πάθος» στην σκέψη εμφανίζονται σκηνές έντασης, έξαψης έως και παροξυσμού. Τα πάντα στην σχέση βρίσκονται στο «κόκκινο». Πρόκειται για ένα είδος «μυστηρίου» που είναι η βάση του καλού και του κακού. Όπου υπάρχει πάθος, ο ερωτικός δεσμός γίνεται κυρίαρχος στην σχέση. Η σαρκική διάσταση καταλαμβάνει μεγάλα αποθέματα συναισθηματικής ενέργειας στο ζευγάρι. Για να είμαστε μαζί, νιώθουμε την αδιάλειπτη ανάγκη να λατρεύουμε ο ένας τον άλλον, ενώ βρισκόμαστε στην κόψη του ξυραφιού.
Η ερωτική έλξη και τα παιχνίδια σαγήνευσης βρίσκονται στο απόγειό τους. Ο αμοιβαίος διακαής μας πόθος κάνει την ζωή μας πιο πικάντικη έως και συναρπαστική. Όμως, πώς αλήθεια μπορεί να σταθεί μία σχέση όταν το μοναδικό στοιχείο που την τρέφει είναι το πάθος; Τα θεμέλιά της κλονίζονται συθέμελα όταν η ερωτική ζωή περνάει κρίση. Το σεξουαλικό ένστικτο αναλαμβάνει τα ηνία και γίνεται μία απελπισμένη προσπάθεια αρπαγής του άλλου. Το ζευγάρι βρίσκεται σε τροχιά πολέμου και διαρκούς αντιπαράθεσης.
Ο συναισθηματικός πυρετός που καταλαμβάνει δύο ανθρώπους στην αρχή μίας σχέσης δεν μπορεί να σταθεί από μόνος του αν δεν δημιουργηθούν και δεσμοί λιγότερο εκστατικοί, όπως μπορεί να είναι η φιλία, η εμπιστοσύνη και η εκτίμηση. Όταν το πάθος είναι το μόνο συστατικό στοιχείο σε μία σχέση, τότε είναι δύσκολη να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου. Για να μην εξαργυρωθεί τόσο γρήγορα το δυναμικό της σχέσης χρειάζεται να υψώσουμε την κοινή μας ζωή στην σφαίρα της αρμονίας, παρά της εμμονής. Δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε τίποτα χωρίς πάθος, αλλά δεν μπορούμε να χτίσουμε τίποτα που να διαρκεί με μοναδικό υλικό το πάθος.
Εξάρτηση
Όλοι έχουμε βιώσει το αίσθημα ότι κάτι μας λείπει και χρειάζεται να αναπληρώσουμε το κενό. Όταν ζω αυτό το κενό με πολύ ένταση, τότε ο άλλος γίνεται στα μάτια μου υπόσχεση, ώστε να μεταμορφωθώ σε κάτι τελείως καινούργιο. Ο άλλος γίνεται το όχημα για να νιώσω πλήρης. Από την στιγμή που εμφανίστηκε στην ζωή μου, καταλαβαίνω ότι μέχρι τώρα δεν ζούσα. Τότε είναι που «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» και η εξάρτηση στην σχέση έχει αποκτήσει γερά θεμέλια.
Όταν σε μία σχέση η εξάρτηση είναι σήμα κατατεθέν, δεν επιθυμώ απλά να είμαι μαζί με τον άλλον, τον χρειάζομαι. Στην εξάρτηση δεν υπάρχει επιθυμία, αλλά ανάγκη. Συχνά μπερδεύουμε την αγάπη με την ανάγκη: πώς μπορώ να τον/την αγαπώ, αν δεν τον/την έχω ανάγκη; Όμως στην ουσία, όπου υπάρχει ανάγκη δεν υπάρχει επιλογή. Σε μία σχέση εξάρτησης είμαι με τον άλλον όχι επειδή τον θέλω, αλλά επειδή τον χρειάζομαι, μου είναι απαραίτητος. Στην εξάρτηση χρειάζομαι και απαιτώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αγαπώ.
Σε μία εποχή, όπου η ανεξαρτησία είναι υπέρτατη αξία και κυριαρχεί η λογική «εγώ δεν έχω ανάγκη κανέναν», η εξάρτηση είναι πλέον ταμπού. Χρειάζεται θάρρος για να μπορέσω να αποδεχτώ την έλλειψη που με κάνει να αναζητώ το άλλο πρόσωπο. Όταν μου επιτρέπω να είμαι ευάλωτος, η αναζήτηση του άλλου δεν γίνεται ανάγκη, αλλά προσωπική μου ευθύνη.
Κτητικότητα
Συχνά υπάρχει ο φόβος ότι αν το άλλο πρόσωπο είναι ελεύθερο να ακολουθήσει τα δικά του βήματα μέσα στην σχέση, κάποια στιγμή θα φύγει από αυτήν. Τότε προκειμένου να αποφύγω αυτόν τον κίνδυνο θα επιχειρήσω να τον κρατήσω για να είμαι ασφαλής. Τότε είναι που αρχίζουν τα παιχνίδια εξουσίας με όρους κυριαρχίας και υποταγής. Η εμπειρία της κτητικότητας μπορεί να περιγραφεί σαν την απώλεια της εμπιστοσύνης που αρχικά έτρεφα για αυτόν τον άνθρωπο.
Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθώ να περιορίσω τις επιλογές του συντρόφου μου και να τον κάνω κτήμα μου. Τρέφω την απόλυτη ψευδαίσθηση ότι όταν ο άλλος δεν έχει άλλες επιλογές, η σχέση βρίσκεται εκτός κινδύνου. Όμως, πώς μπορεί κάποιος να θέλει να μείνει σε μία σχέση όταν η πίστη είναι ένας απαράβατος κανόνας και μόνο; Στην πραγματικότητα, η αγάπη μπορεί να εκδηλωθεί μόνο ελεύθερα και ποτέ σαν αποτέλεσμα καταναγκασμού. Αυτός που θέλει να μείνει θα μείνει και αυτός που θέλει να φύγει ας φύγει. Μόνο τότε μπορώ να είμαι σίγουρος ότι ο άλλος μένει στην σχέση επειδή θέλει και όχι επειδή πρέπει.
Στην κτητικότητα η εγγύτητα ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής και οι σύντροφοι συγχωνεύονται. Τα δύο πρόσωπα γίνονται ένα, χάνουν την ετερότητά τους. Όταν από μισός που συναντάει το άλλο του μισό γίνομαι ολόκληρος ισχύει το εξής παράδοξο: οι δύο γίνονται ένας κι ωστόσο παραμένουν δύο.
Υπερπροστασία
Συχνά τρέφουμε την προσδοκία από την σχέση να λειτουργήσει ως στήριγμα που θα μας ανακουφίσει από τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Το οικοδόμημα θα πρέπει να είναι πολύ στέρεο για να μπορώ να νιώθω ασφαλής. Έτσι, σε μία προσπάθεια να προστατευτώ, στήνω ένα οχυρό, στενεύω τα όρια και αποφεύγω ο,τιδήποτε απρόβλεπτο. Επενδύω όλο και περισσότερο στην οικειότητα και δίνω περισσότερο χώρο στην πλήξη.
Ωστόσο, αντί να μας προστατεύσω, η σχέση αποδυναμώνεται. Προσπαθώ να περιορίσω ό,τι απειλεί την ασφάλεια, παίρνοντας τον έλεγχο στα χέρια μου. Αναλαμβάνω όλες τις ευθύνες και παίρνω μεγαλύτερο μερίδιο από ότι μου αναλογεί γιατί ξέρω ποιο είναι το σωστό και για τους δυο μας. Οι ρόλοι αλλάζουν: από «σύντροφος» γίνομαι μία πατρική ή μητρική φιγούρα και το άλλο πρόσωπο ένα μικρό παιδί που του έχει αφαιρεθεί η δύναμή του.
Όταν η διαφορετικότητα των συντρόφων θυσιάζεται στο όνομα της ασφάλειας, το κόστος είναι πολύ μεγάλο. Καθένας έχει την δική του ευθύνη μέσα στην σχέση με όποιο ρίσκο συνεπάγεται αυτό.
Πηγή: www.marobellou.gr