Ήταν μια φορά ένας Μεσσίας που γεννήθηκε στην άγια γη της Ινδιάνας και μεγάλωσε στους γεμάτο μυστήριο λόφους, ανατολικά του Φορντ Ουέιν.
Για τούτον εδώ τον κόσμο άκουσε κι έμαθε φοιτώντας στα σχολεία της πατρίδας του, καθώς και στη δουλειά του σαν μηχανικός αυτοκινήτων.
Μα ο Μεσσίας είχε γνώσεις και πείρα από άλλους τόπους κι άλλα σχολεία από προηγούμενες ζωές που είχε ζήσει. Θυμόταν τις προηγούμενες ζωές του, κι αυτή η θύμηση τον έκανε σοφό και τόσο δυνατό που οι άλλοι βλέποντας τη δύναμή του, έρχονταν σ΄αυτόν για συμβουλές.
Ο Μεσσίας πίστευε πως είχε τη δύναμη να βοηθήσει τον εαυτό του κι όλο το ανθρώπινο γένος, κι αφού το πίστευε, έτσι ήταν. Οι άλλοι έβλεπαν τη δύναμη του κι έρχονταν σ΄αυτόν για να τους λυτρώσει από τα βάσανα και να τους γιατρέψει από τις πολλές τους αρρώστιες.
Ο Μεσσίας πίστευε πως είναι σωστό για κάθε άνθρωπο να βλέπει τον εαυτό του σαν γιο του Θεού, κι αφού το πίστευε, έτσι ήταν.
Και τα πλήθη συνωστίζονταν καθημερινά σ΄όποιο συνεργείο δούλευε, ζητώντας άλλοι τη γνώμη του κι άλλοι το άγγιγμά του. Κι οι δρόμοι έξω γέμιζαν από εκείνους που ποθούσαν η σκιά του και μόνο να πέσει επάνω τους καθώς εκείνος περνούσε, για να αλλάξει τη ζωή τους.
Μα εξαιτίας του καθημερινού πλήθους, οι διάφοροι εργοδότες κι αρχιμάστορες ζητούσαν από το Μεσσία να πάρει δρόμο, αφού τόσος ήταν ο συνωστισμός ώστε δεν μπορούσαν να δουλέψουν ούτε αυτός ούτε οι άλλοι τεχνίτες.
Έτσι κι έγινε. Έφυγε για την ύπαιθρο κι οι άνθρωποι που τον ακολούθησαν άρχισαν να τον ονομάζουν Μεσσία και θαυματουργό. Κι αφού το πίστευαν, έτσι ήταν.
Αν τύχαινε να πιάσει μπόρα καθώς μιλούσε στα πλήθη, ούτε μια σταγόνα δεν άγγιζε εκείνον ή τους ακροατές του. Κι ο πιο απομακρυσμένος ανάμεσα στο πλήθος άκουγε τα λόγια του τόσο καθαρά όσο κι ο πρώτος, έστω κι αν από τον ουρανό ψηλά έρχονταν απανωτές βροντές. Και πάντα μιλούσε με παραβολές.
Και είπε στα πλήθη. «Βαθιά μέσα στον καθένα μας βρίσκεται η δύναμη που συναινεί στην υγεία ή την αρρώστια, τον πλούτο ή τη φτώχεια, τη λευτεριά ή τη σκλαβιά. Εμείς οι ίδιοι τα κυβερνάμε όλα αυτά και κανένας άλλος».
Ένας εργάτης μίλησε τότε κι είπε: «Εύκολο να το λες εσύ Κύριε, γιατί είσαι προικισμένος με χαρίσματα που δεν τα έχουμε εμείς και δεν είσαι αναγκασμένος να δουλεύεις σκληρά όπως εμείς. Ο άνθρωπος πρέπει, ωστόσο, να δουλεύει σ΄αυτό τον κόσμο για να βγάζει το ψωμί του».
Κι ο Μεσσίας αποκρίθηκε: «Υπήρχε μια φορά στην κοίτη ενός μεγάλου, κρυστάλλινου ποταμού ένα χωριό από ζωντανά όντα. Το ποτάμι κυλούσε αθόρυβα τα νερά του πάνω από τα πλάσματα εκείνα – νεαρά και γέρικα, πλούσια και φτωχά, καλά και κακά – καθώς το ρεύμα ακολουθούσε το δικό του δρόμο, ξέροντας μόνο το δικό του κρυστάλλινο εαυτό. Κάθε πλάσμα με το δικό του τρόπο κρατιόταν γερά στα φυτά και στους βράχους της κοίτης του ποταμού, αφού η προσκόλληση ήταν ο τρόπος ζωής τους κι η αντίσταση στο ρεύμα το μόνο που είχαν μάθει από τότε που γεννήθηκαν.
Μα, τελικά, ένα από τα πλάσματα αυτά είπε: ‘’ Βαρέθηκα να ζω κολλημένο στο ίδιο σημείο. Και παρ΄όλο που δεν μπορώ να το δω με τα μάτια μου, έχω ωστόσο την πεποίθηση πως αυτό το ρεύμα ξέρει που πηγαίνει. Θ΄αφεθώ να με παρασύρει κι ας με πάει όπου θέλει, γιατί αν μείνω εδώ προσκολλημένο θα πεθάνω από πλήξη”.
Τα άλλα πλάσματα γέλασαν και του είπαν: “Ανόητε, αν κάνεις αυτό που λες, αυτό το ρεύμα που σε μαγεύει θα σε κατατσακίσει πάνω στους βράχους και θα σε σκοτώσει πολύ πιο γρήγορα από την πλήξη”.
Εκείνο όμως, δε έδωσε σημασία και παίρνοντας βαθιά ανάσα αφέθηκε να ξεκολλήσει από τη θέση του. Και τότε το ρεύμα το αναποδογύρισε, και παρασύροντάς το, το έριξε με δύναμη στα γειτονικά βράχια.
Μα καθώς εκείνο αρνήθηκε να ξαναπροσκολληθεί στα βράχια, το ρεύμα το ανασήκωσε, ελευθερώνοντάς το από το βυθό, κι ούτε ξανάπεσε ούτε ξανακτύπησε πουθενά.
Καθώς προχωρούσε με το ρεύμα, άλλα πλάσματα που δεν το ήξεραν, βλέποντάς το φώναζαν: “Θαύμα, θαύμα! Ένα πλάσμα σαν κι εμάς αλλά πετάει. Ω, κοιτάχτε, δείτε τον Μεσσία που έρχεται να μας σώσει”.
Και το πλάσμα που ταξίδευε με το ρεύμα είπε: “Δεν είμαι περισσότερο Μεσσίας από σας. Το ποτάμι με χαρά μας ελευθερώνει ανασηκώνοντάς μας από το βυθό, φτάνει να έχουμε την τόλμη να αφεθούμε σ΄αυτό. Ο πραγματικός σκοπός της ζωής μας είναι αυτό το ταξίδι, αυτή η περιπέτεια”.
Τ΄άλλα, ωστόσο, ολοένα και πιο πολύ φώναζαν αποκαλώντας το “Σωτήρα”, ενώ κρατιόνταν γερά προσκολλημένα στα βράχια τους κι όταν ξαναγύρισαν να το κοιτάξουν, εκείνο είχε φύγει αφήνοντάς τα να φτιάχνουν θρύλους για κάποιο Σωτήρα.
Βλέποντας ο Μεσσίας πως μέρα με τη μέρα τα πλήθη που μαζεύονταν γύρω του μεγάλωναν και γίνονταν πιο ενθουσιώδη, πιο αφοσιωμένα και πιο απαιτητικά, και πως ολοένα και πιο πολύ τον πίεζαν να τους θεραπεύσει, και πως του ζητούσαν αδιάκοπα να κάνει θαύματα, να μάθει για λογαριασμό τους και να ζήσει τις δικές τους ζωές, ανέβηκε μια μέρα μόνος στην κορυφή ενός λόφου, κι άρχισε να προσεύχεται.
Κι είπε: «Ατελεύτητο Φως. Αν είναι το θέλημά σου, απελθέτω απ΄εμού το ποτήριον τούτο. Ας απαλλαγώ από την ευθύνη αυτού του απραγματοποίητου στόχου. Δεν μου είναι δυνατό να ζήσω τη ζωή έστω και μιας άλλης ψυχής. Και όμως τώρα δέκα χιλιάδες άτομα φωνάζουν και με εκλιπαρούν για ζωή. Λυπάμαι που άφησα τα πράγματα να φτάσουν ως εδώ. Αν είναι το θέλημά σου, ας γυρίσω πίσω στις μηχανές και τα σύνεργά μου κι άφησέ με να ζήσω όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι».
Μια φωνή του αποκρίθηκε εκεί πάνω στην κορυφή του λόφου, μια φωνή που δεν ήταν ούτε αντρική ούτε γυναικεία, ούτε δυνατή, ούτε απαλή, μια φωνή με άπειρη καλοσύνη. Και είπε η φωνή: «Όχι το θέλημά μου αλλά το δικό σου ας γίνει. Γιατί η δική σου επιθυμία είναι και δική μου, για το άτομό σου! Ακολούθησε το δρόμο σου όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι και ζήσε ευτυχισμένος πάνω στη γη».
Ακούγοντας ο Μεσσίας αυτά τα λόγια χάρηκε κι ευχαρίστησε το Θεό, και κατέβηκε το λόφο σιγοτραγουδώντας ένα από εκείνα τα τραγουδάκια που συνηθίζουν να τραγουδούν οι μηχανικοί καθώς εργάζονται. Κι όταν τα πλήθη άρχισαν πάλι να τον πιέζουν με τις επιθυμίες τους, ζητώντας του ασταμάτητα να τους θεραπεύσει, να του καθοδηγήσει, να τους δείξει αγάπη και κατανόηση και να κάνει θαύματα, εκείνος χαμογέλασε και τους είπε με ικανοποίηση: «Παραιτούμαι».
Για μια στιγμή τα πλήθη έμειναν άφωνα από την έκπληξη.
Κι εκείνος τους είπε: «Αν ένας άνθρωπος έλεγε στο Θεό πως θα ΄θελε πάνω απ΄όλα να βοηθήσει το βασανισμένο κόσμο, άσχετα πόσο θα του κόστιζε, κι ο Θεός απαντούσε και του έλεγε τι να κάνει, θα ΄πρεπε να υπακούσει;»
«Και βέβαια, Κύριε», φώναξε ο κόσμος. «Χαρά γι΄αυτόν να υποφέρει ακόμα και της κόλασης τα βασανιστήρια, αφού του το ζήτησε ο Θεός».
«Άσχετα πόσο σκληρά είναι τα βασανιστήρια και πόσο δύσκολος ο στόχος;»
«Τιμή θα ΄ταν να κρεμαστεί, δόξα να καρφωθεί στο δέντρο και να καεί, αφού του το ζήτησε ο Θεός», είπαν.
«Και τι θα κάνατε», ρώτησε ο Μεσσίας τον όχλο, «αν ο Θεός σας μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο και σας έλεγε: «ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΕΝΤΟΛΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΖΗΣΕΙΣ». «Τι θα κάνατε τότε;»
Σιγή επικράτησε ανάμεσα στα πλήθη, κι ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε στις βουνοπλαγιές και τις κοιλάδες.
Και ο Μεσσίας διέκοψε τη σιγή.
«Στο μονοπάτι της ευτυχίας μας θα βρούμε τη γνώση για την οποία επιλέξαμε αυτή τη ζωή. Αυτό έμαθα σήμερα, κι αποφάσισα να σας αφήσω να τραβήξετε το δικό σας δρόμο, όπως αρέσει στον καθένα».
Και διασχίζοντας τα πλήθη τους εγκατέλειψε και γύρισε πίσω στον κόσμο των ανθρώπων και των μηχανών.
Ψευδαισθήσεις – Richard Bach – Eκδόσεις Διόπτρα