Ένας πραγματικός άνθρωπος είναι μία ύπαρξη που έχει ένα «Εγώ», ένα αμετάβλητο κέντρο απόφασης μέσα του, μέσω του οποίου είναι σε θέση να παίρνει αποφάσεις που έχουν αξία όχι μόνο αυτή τη στιγμή, αλλά και αύριο και τον επόμενο χρόνο και εάν είναι απαραίτητο τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.
Επιπλέον, το «Εγώ» είναι σε θέση να παίρνει αποφάσεις που επηρεάζουν τους τρεις εγκεφάλους και όχι μόνο τον έναν κάθε φορά, όπως συνήθως συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους.
Έτσι προκύπτει το ερώτημα: «Πώς είναι ένας άνθρωπος που έχει ένα τέτοιο “Εγώ”, το οποίο αφενός είναι υπεύθυνο για την αρμονική λειτουργία των τριών εγκεφάλων αφετέρου δεν περιέχεται σε κανέναν από αυτούς;»
Προφανώς θα πρέπει να υπάρχει «κάτι» σε έναν τέτοιο άνθρωπο, το οποίο, χωρίς να έχει σχέση με το νευρικό σύστημα και τον υπόλοιπο οργανισμό, θα τα διατηρεί σε συνοχή και θα φροντίζει για την αρμονική λειτουργία τους.
Η διαπίστωση αυτή φέρνει στο προσκήνιο μία πανάρχαια ιδέα, που έχει τόσο διαστρεβλωθεί κατά καιρούς, που είναι η ιδέα των ανώτερων σωμάτων του ανθρώπου.
Από τις διάφορες θεωρίες για τα ανώτερα σώματα του ανθρώπου, που κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί, ορισμένες δέχονται ότι ο άνθρωπος έχει φυσικό, αστρικό, νοητικό και αιτιατό σώμα, άλλες ότι ο άνθρωπος μπορεί να έχει ένα δεύτερο σώμα όπως χαρακτηριστικά αυτό αναφέρεται στις επιστολές του Απ. Παύλου, ενώ σε κάποιες άλλες αντί του όρου σώμα χρησιμοποιούνται έννοιες όπως ψυχή και πνεύμα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, όλες οι θεωρίες υπονοούν την ύπαρξη ενός «κάτι» που δεν είναι της ίδιας φύσης με το φυσικό σώμα του ανθρώπου.
Όποιο όνομα και να δοθεί σε αυτό το «κάτι», που είναι η έδρα του «Εγώ» του αληθινού ανθρώπου, όλοι συμφωνούν ότι ή πρόκειται για κάτι υπαρκτό, οπότε υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, ή πρόκειται για μία φανταστική κατάσταση, οπότε δεν υπάρχει σε κανέναν.
Ο Γκουρτζίεφ δεν διδάσκει καμία από τις δύο αυτές εκδοχές, αλλά τονίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης και εμφάνισης των ανώτερων σωμάτων του ανθρώπου με προσωπική εργασία.
Διδάσκει ότι ο άνθρωπος γεννιέται και ζει υπακούοντας στους φυσικού νόμους, έχοντας σε χρήση μόνο ένα σώμα, το φυσικό του σώμα, γιατί κάτι τέτοιο είναι αρκετό απέναντι στις απαιτήσεις του συνηθισμένου μηχανικού επιπέδου ύπαρξης.
Το φυσικό σώμα, όπως καθετί το υλικό, υπόκειται στη φθορά του χρόνου και μετά το θάνατο αποσυντίθεται και εξαφανίζεται χωρίς να έχει περαιτέρω ύπαρξη ως μία ενότητα.
Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος όσο ζει μπορεί να αναπτύξει μέσα του ένα δεύτερο σώμα, δομημένο με υλικό υψηλότερης ποιότητας απ΄ό,τι το φυσικό του σώμα, και είναι αυτό το σώμα που μπορεί να έχει αληθινή κατά πρόθεση προσοχή, αληθινή δύναμη πάνω στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις σωματικές εμπειρίες, δεν μπορεί όμως ποτέ να διαχωριστεί από τους τρεις εγκεφάλους και να υπάρξει χωριστά από αυτούς.
Αυτό το δεύτερο σώμα αναπτύσσεται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερου είδους προσπάθειας.
Στους ανθρώπους που διαθέτουν ένα τέτοιο σώμα, η ύπαρξή του είναι δυνατόν να πιστοποιηθεί με ψυχολογικά και φυσικά πειράματα.
Όταν το φυσικό σώμα πεθαίνει, το δεύτερο σώμα δεν αποσυντίθεται, μια και δεν είναι από το ίδιο υλικό. Από την άλλη, όμως, δεν είναι το όχημα του αληθινού εαυτού, της ανεξάρτητης θέλησης. Η ιδιότητα αυτή ανήκει στο τρίτο σώμα του ανθρώπου που είναι δομημένο με έναν ανώτερο τύπο ενέργειας, την οποία – για να αποφύγω μακροσκελείς περιγραφές με ακαταλαβίστικους όρους – ονομάζω ενέργεια της θέλησης ή ενέργεια της απόφασης.
Όταν το τρίτο σώμα αναπτυχθεί, τότε ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερη ύπαρξη με την πλήρη έννοια του όρου. Έχει πλήρη έλεγχο του εαυτού του και μπορεί να υπάρξει χωρίς εξάρτηση από το φυσικό του σώμα. Το τρίτο σώμα είναι η έδρα της θέλησης και χωρίς το τρίτο σώμα μόνο παροδική και εμφανιζόμενη κατά περίσταση θέληση μπορεί να έχει ο άνθρωπος.
Εργασία στον εαυτό John Bennett – Maurice Nicoll εκδόσεις Αρχέτυπο