Η υπερπροσωπική ψυχολογία είναι ένας από τους λιγότερο γνωστούς τομείς της ψυχολογίας. Ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ως απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας «τέταρτης δύναμης» στην ψυχολογία, που θα ακολουθούσε την ψυχοδυναμική, συμπεριφοριστική και ουμανιστική προσέγγιση.
Σε ένα μεγάλο βαθμό, αποτελούσε μια εξέλιξη της ουμανιστικής ψυχολογίας- για την ακρίβεια, ένας από τους γνωστότερους ουμανιστικούς ψυχολόγους, ο Abraham Maslow, υπήρξε πρωτοπόρος της υπερπροσωπικής προσέγγισης.
Η υπερπροσωπική ψυχολογία επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την «ανθρώπινη δυναμική» και τα αντικομφορμιστικά κινήματα του ’60, στα οποία εμπλέκεται και το κύμα του ψυχο- πειραματισμού, μέσω των ψυχεδελικών ουσιών, του διαλογισμού και άλλων πρακτικών αλλαγής του συνειδητού.
Θα μπορούσατε να δείτε την υπερπροσωπική ψυχολογία ως απόπειρα κατανόησης των διαφορετικών καταστάσεων του συνειδητού- και των διαφορετικών όψεων της πραγματικότητας- που αποκαλύπτονταν μέσα από αυτό τον πειραματισμό.
Την ίδια στιγμή, ήταν μια απόπειρα ενσωμάτωσης των ιδεών και των απόψεων της δυτικής ψυχολογίας στις απόψεις των ανατολικών πνευματικών παραδόσεων, όπως του Βουδισμού, του Hindu Vedanta και της yoga, ειδικά της εξερεύνησής τους των «υψηλότερων» καταστάσεων του συνειδητού και των «υψηλότερων» δυνάμεων της ανθρώπινης εξέλιξης.
Και όπως είχε αναφέρει ο ίδιος ο Maslow, ο ρόλος της υπερπροσωπικής ψυχολογίας ήταν η εξερεύνηση των «περαιτέρω δυνατοτήτων της ανθρώπινης φύσης».
Γι’ αυτό και αποτελεί ένα γοητευτικό πεδίο της ψυχολογίας· επειδή μια από τις κεντρικές αρχές της είναι ότι οι γνώσεις μας γι’ αυτό που θεωρούμε ως «φυσιολογική» κατάσταση του είναι αποδεικνύονται ορισμένες φορές περιορισμένες.
Η υπερπροσωπική ψυχολογία αναγνωρίζει ότι υπάρχουν ευρύτερες και εντονότερες καταστάσεις συναίσθησης/ αντίληψης, τις οποίες μπορούμε να βιώσουμε σε ορισμένες συνθήκες.
Στηρίζει αυτό που οι άλλοι ψυχολόγοι βλέπουν ως «βέλτιστη» ανθρώπινη ψυχολογική λειτουργικότητα- όπως η απελευθέρωση από το άγχος και τα άλογα μοτίβα (που θεωρούνται αρνητικά), μία αισιόδοξη οπτική, μια ισχυρή αίσθηση ταυτότητας δεν είναι σε καμία περίπτωση το τέλος της εξέλιξής μας.
Υπάρχουν υψηλότερες λειτουργικά καταστάσεις, κατά τις οποίες η αντίληψή μας εντείνεται, βιώνουμε μια αυξημένη αίσθηση σύνδεσης με τη φύση και τα άλλα ανθρώπινα όντα, γινόμαστε πιο ενσυναισθητικοί και αλτρουιστές, έχουμε μια πιο ανοιχτή οπτική και ζούμε πιο αυθεντικά.
Είναι σημαντικό να δούμε αυτές τις καταστάσεις από μια ψυχολογική οπτική, παρά μέσα από το πρίσμα των Ανατολικών πνευματιστικών παραδόσεων. Εξάλλου, η πλειοψηφία αυτών συμβαίνουν έξω από το πλαίσιο αυτών των παραδόσεων.
Πολλοί είναι οι άνθρωποι που δεν περιγράφουν τον εαυτό τους ως Βουδιστές ή δεν αναζητούν την υιοθέτηση κάποιας αυστηρής πρακτικής στη ζωή τους· κι όμως, βιώνουν τέτοιες καταστάσεις. Τους συμβαίνουν συχνά μέσα στην ημέρα, ενώ περπατούν στην εξοχή, τρέχουν ή κολυμπούν, παρακολουθούν μια παράσταση ή όταν βρίσκονται σε κατάσταση υπερβολικού άγχους και ψυχολογικής πίεσης.
Υπήρξαν κι άλλες προσεγγίσεις της ψυχολογίας που έχουν αγγίξει τέτοιες καταστάσεις, αλλά τείνουν να αρνούνται την εγκυρότητά τους. Για παράδειγμα, στη Φροϋδική ψυχολογία οι «εμπειρίες αφύπνισης» θεωρούνται μια μορφή παλινδρόμησης, πίσω στην κατάσταση της ολότητας και της ευεξίας που βιώναμε στην κοιλιά της μητέρας μας ή στην πρώιμη παιδική μας ηλικία. Οι ψυχίατροι και νευρο- ψυχίατροι τείνουν να το βλέπουν ως ένα είδος απόκλισης, που προκαλείται από ασυνήθιστες νευρολογικές λειτουργίες.
Η διαφορά είναι ότι η υπερπροσωπική ψυχολογία δεν βλέπει αυτές τις καταστάσεις ως «μη φυσιολογικές», αλλά ως αποκαλυπτικές και ως μέρος της φυσιολογικής κατάστασης του ανθρώπου. Θεωρεί ότι φέρνουν σημαντικές γνώσεις στην πραγματική μας φύση και στην ίδια την πραγματικότητα και προσφέρει μια ματιά στην τεράστια δυναμική μας ως ανθρώπινα όντα.
Αν και η υπερπροσωπική ψυχολογία βρισκόταν ήδη στο παρασκήνιο για πολλά, πολλά χρόνια, η σημασία της τώρα αυξάνεται. Υπάρχουν πολλά σημαντικά σύγχρονα ρεύματα στην ψυχολογία- και στην επιστήμη γενικά- που συνδέονται με την υπερπροσωπική θεωρία με ισχυρούς δεσμούς.
Η ενσυνειδητότητα σίγουρα συνδέεται στενά με αυτή, όπως και η πρόσφατη «αναβίωση» των ερευνών για τις θεραπευτικές ιδιότητες των ψυχοδραστικών ουσιών. Υπάρχουν, επίσης, πολλοί τομείς της θετικής ψυχολογίας, που συνάδουν με τις αρχές της υπερπροσωπικής ψυχολογίας, όπως οι μελέτες για τον αλτρουισμό, τη ψυχικής ευεξία και τη ροή.
Σίγουρα καμία θεωρία/ προσέγγιση της ψυχολογίας δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη, αν αγνοεί τέτοιες καταστάσεις ή αν τις εξηγεί ως αποκλίσεις από το φυσιολογικό. Η σημασία της υπερπροσωπικής ψυχολογίας βρίσκεται στην αναγνώρισή της ότι έχουμε κι άλλες ανεξερεύνητες δυνατότητες, ότι ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι απαραίτητα ο πραγματικός κόσμος και ότι οι ματιές μας σε αυτό τον διαφορετικό κόσμο δεν χρειάζεται να είναι προσωρινές και τυχαίες.
Steve Taylor, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Leeds Beckett University