Μια καλοκαιρινή μέρα, κάποιο βατράχι είπε στο σύντροφό του: “Φοβάμαι πως εκείνοι οι άνθρωποι που ζούνε σε κείνο το σπίτι στην όχθη, ενοχλούνται απ’ τα νυχτιάτικα τραγουδίσματά μας”.
Κι ο σύντροφός του απάντησε και είπε: “Ε και λοιπόν; Κι αυτοί δεν ταράζουν τη γαλήνη μας όλη μέρα με το μιλητό τους;”
Το βατράχι είπε: “Ας μην ξεχνάμε πως τραγουδάμε μάλλον πάρα πολύ μες στη νύχτα”.
Κι ο σύντροφός του αποκρίθηκε: “Ας μην ξεχνάμε πως φλυαρούνε κι αυτοί και φωνάζουν πάρα πολύ όλη τη μέρα”.
Είπε το βατράχι: “Τι λες για το δυνατό βατράχι που ενοχλεί ολάκερη τη γειτονιά, με τη βοή του που έχει απαγορευτεί κι απ’ το Θεό ακόμα;”.
Κι ο σύντροφός του απάντησε: “Καλά, και συ τι λες για τον πολιτευτή, για τον παπά και για τον επιστήμονα που έρχονται στις όχθες αυτές και γεμίζουνε τον αέρα με θορυβώδικο και ασυνάρτητο ήχο;”.
Τότε, το βατράχι είπε: “Λοιπόν, ας είμαστε καλύτερα απ’ αυτά τα ανθρώπινα όντα. Ας είμαστε ήσυχα τη νύχτα κι ας κρατάμε τα τραγούδια μας μες στις καρδιές μας, ακόμα κι όταν το φεγγάρι καλέσει το ρυθμό μας και τα άστρα τη ρίμα μας. Ας σωπάσουμε τουλάχιστο για μια – δυο ή ακόμα και τρεις νύχτες”.
Κι ο σύντροφός του είπε: “Πολύ καλά, εντάξει. Για να δούμε τι θα φέρει η απλόχερη καρδιά σου”.
Κείνη τη νύχτα, τα βατράχια έμειναν σιωπηλά. Κι ήταν σιωπηλά και την επόμενη νύχτα και ξανά και την τρίτη νύχτα.
Και, παράξενο να το πει κανείς, η φλύαρη γυναίκα που ζούσε στο σπίτι πλάι στη λίμνη, κατέβηκε για το πρωινό εκείνη την τρίτη μέρα και έκραξε στον άντρα της: “Δεν κοιμήθηκα τις τρεις αυτές νύχτες. Τον είχα σίγουρο τον ύπνο, όταν ο θόρυβος των βατραχιών ήτανε στο αυτί μου. Μα κάτι πρέπει να ‘χει συμβεί. Έχουν να τραγουδήσουν εδώ και τρεις νύχτες. Έχω σχεδόν τρελαθεί απ’ την αϋπνία”.
Το βατράχι τ’ άκουσε αυτό, στράφηκε στο σύντροφό του και είπε, κλείνοντας το μάτι του: “Κι εμείς είχαμε σχεδόν τρελαθεί απ’ τη σιωπή μας, έτσι δεν είναι;”
Κι ο σύντροφός του αποκρίθηκε: “Ναι, η σιωπή της νύχτας ήταν βαριά πάνω μας. Και μπορώ να δω τώρα πως δεν είναι ανάγκη να πάψουμε το τραγούδισμά μας για την ξεκούραση εκείνων που πρέπει να γεμίζουν με θόρυβο το κενό τους”.
Και κείνη τη νύχτα, το φεγγάρι δεν καλούσε μάταια το ρυθμό τους και τα άστρα τη ρίμα τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν “Ο Περιπλανόμενος” από τις εκδόσεις Μπουκουμάνη