Τελικά χρειαζόμαστε να μας αγαπούν ή αγαπάμε να μας χρειάζονται;

Τελικά χρειαζόμαστε να μας αγαπούν ή αγαπάμε να μας χρειάζονται;

Είμαι σίγουρος ότι έχετε ακούσει ζευγάρια όλων των ηλικιών να λένε ο ένας στον άλλο το «σ’ αγαπώ». Προφανώς, θα λατρεύετε να το ακούτε να σας το λένε. Τις περισσότερες φορές, όταν ένας άνθρωπος λέει «σ’ αγαπώ», η άλλη πλευρά ανταπαντά «κι εγώ». Και θεωρώ αυτή την απάντηση παράλογη. Τι σημαίνει; Ότι κι εγώ αγαπώ εμένα;

Μία πιο κατάλληλη απάντηση θα ήταν «κι εγώ σ’ αγαπώ», αν και ακόμα κι αυτό δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αυθεντικότητα και ειλικρίνεια. Είναι σαν κάποιος να ρωτάει «πώς είσαι;» και ο άλλος να απαντά «καλά». Είναι μια αυτοματοποιημένη απάντηση και κατά κάποιο τρόπο ανούσια. Αν κάποιος σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σας πει «σ’ αγαπώ», μια καλή απάντηση είναι «με κάνει να νιώθω υπέροχα αυτό που μου λες» ή «σε πιστεύω και όταν σε ακούω να το λες, νιώθω υπέροχα».

Αυτό που κάνει τα πράγματα χειρότερα είναι ότι η κουλτούρα μας χρησιμοποιεί τη λέξη «αγαπώ» εξαιρετικά χαλαρά. Αγαπάμε εκείνη την ταινία και αγαπάμε εκείνο το αμάξι και λατρεύουμε εκείνο το εστιατόριο, το τραγούδι, το βιβλίο, το μέρος, εκείνο το τζιν ή την μπλούζα κλπ. Είμαστε τόσο γεμάτοι αγάπη.
Η αγάπη δεν φτιάχνεται όμως, κατά τη γνώμη μου, αλλά κερδίζεται. Η Δυτική κουλτούρα είναι γλωσσικά φτωχή όσον αφορά στην αγάπη. Έχουμε σχεδόν μόνο αυτή τη μία λέξη, για να αποκαλύψουμε κάτι που είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα συναίσθημα· η αγάπη είναι κάτι παραπάνω από μια κατάσταση του είναι. Μπορείτε να πείτε στο/στη σύζυγό σας ότι νοιάζεστε για εκείνους, τους εμπιστεύεστε, τους χρειάζεστε, τους θέλετε. Μπορεί ακόμα και να τους πείτε ότι θα κάνατε τα πάντα γι΄ αυτούς, αλλά και πάλι θα περιμένουν με ανυπομονησία να τους πείτε ότι τους αγαπάτε.

Είναι σαν η λέξη «αγάπη» ή «έρωτας» να είναι ναρκωτικές ουσίες και όσο δεν τις ακούμε από τους άλλους, τόσο περισσότερο τις λαχταράμε. Τίποτα άλλο δεν μας χορταίνει. Χρειάζεται όμως να μετακινήσουμε (να υψώσουμε) την αγάπη από τον μουντό, παρεξηγημένο και πολυχρησιμοποιημένο ρόλο που έχει πάρει στην κουλτούρα μας προς μια αναγνώριση της πραγματικής της αξίας.

Πολύ συχνά, όταν κάποιος πει «σ’ αγαπώ», αυτό που πραγματικά λέει είναι «Θέλω να σε ακούσω να μου λες ότι μ’ αγαπάς, οπότε θα το πω εγώ πρώτος». Όμως, το «σ’ αγαπώ» από μόνο του δεν αντανακλά αυτό που τελικά εννοούμε. Ίσως θα ήταν περισσότερο αλήθεια αν λέγαμε «μού αρέσεις πολύ» ή «νιώθω ότι κάνουμε τέλεια παρέα» ή «νιώθω πολύ άνετα μαζί σου».

Ωστόσο, μια πιο ειλικρινής αντικατάσταση για το «σ’ αγαπώ» να είναι το «σε χρειάζομαι». Βέβαια, δεν είναι μια τόσο ελκυστική δήλωση, αλλά είναι πιο αληθινή. Γιατί η ανάγκη μας να ανήκουμε, να είμαστε συνδεδεμένοι, να είμαστε κοντά με κάποιον είναι πολύ ισχυρή. Αυτό που συχνά λατρεύουμε στον άλλο είναι ότι καταφέρνει να ικανοποιεί την ανάγκη μας να μένουμε συνδεδεμένοι με αυτόν. Η ανάγκη σύνδεσης είναι που κινητοποιεί ένα μεγάλο μέρος της εφηβικής και ενήλικης ζωής και συμπεριφοράς μας.

Όμως, η ικανοποίηση αυτής της ανάγκης για σύνδεση δεν είναι απαραίτητα αγάπη ή έρωτας. Η αγάπη είναι, εξ ορισμού, η άνευ όρων θετική αποδοχή ενός ανθρώπου σε κάθε χρονική στιγμή, κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη. Και ως άνθρωποι, δεν είμαστε και πολύ καλοί σε αυτή.

Συχνά δεν εγκρίνουμε κάποια συμπεριφορά· όμως, αγάπη σημαίνει αποδοχή, χωρίς κριτική ή παράπονα. Και όπως αναφέρει η επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους (13:4-8a) «Η αγάπη είναι υπομονετική, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν καυχιέται, δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει».

Οπότε, η ερώτηση που αναδύεται, όταν ακούμε όλα αυτά τα ζευγάρια να λένε «σ’ αγαπώ» είναι «τι είναι αυτό που λέγεται πραγματικά;». Η απάντηση είναι «Χρειάζομαι να με χρειάζεσαι». Και δεν υπάρχει ντροπή ή ενοχή σε αυτό το συναίσθημα της ανάγκης. Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον. Κανείς δεν προτιμά να είναι τελείως μόνος του. Χρειαζόμαστε τη συντροφικότητα, τη φιλία, τις γνωριμίες, τους συναδέλφους μας. Χρειαζόμαστε το ανήκειν. Συχνά, όμως, πιστεύουμε λανθασμένα ότι ακούγοντας κάποιον να λέει «σ’ αγαπώ», όλες οι ανάγκες μας για σύνδεση ικανοποιούνται. Όμως, αυτό δεν ισχύει.

Και αυτό μπορεί ξαφνικά να γίνει φανερό μετά από πολλά χρόνια σχέσης ή γάμου, όπου ξαφνικά ο ένας ή και οι δύο ανακαλύπτουν ότι χρειάζονται πολλά περισσότερα από αυτά που η σχέση μπορεί να προσφέρει. Ύστερα, νομίζοντας ότι μια άλλη σχέση θα καταφέρει να μας παρέχει αυτό που θέλουμε, μπαινοβγαίνουμε από σχέση σε σχέση, αλλά οι ανάγκες μας ποτέ δεν ικανοποιούνται πλήρως. Αν χρειαζόμαστε να μας αγαπάνε, αυτή η ανάγκη θα ικανοποιηθεί μέσα από το ανήκειν.

Μπορούμε να ανήκουμε, να συμμετέχουμε σε μια οικογένεια, εταιρία, κοινότητα, κοινωνία, ακόμα και σε μια παγκόσμια προσπάθεια. Όσο ανήκουμε και συμμετέχουμε, καταλήγουμε να μας αγαπούν και έτσι ικανοποιείται η ανάγκη αυτή. Αν αγαπάμε το να μας χρειάζονται, τότε μπορούμε να πάρουμε αυτή την αγάπη μέσα από τις ίδιες τις δραστηριότητες με άλλους.

Η απάντηση στην ερώτηση που θέτει ο τίτλος του άρθρου είναι: και τα δύο. Χρειαζόμαστε να μας αγαπούν και αγαπάμε να μας χρειάζονται – χρειαζόμαστε να μας χρειάζονται. Αυτή η τελευταία ανάγκη είναι που εκπληρώνει την αίσθηση του ανήκειν.

Όμως, μέσα από την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, μπορούμε να αρχίσουμε να αγαπάμε τους άλλους. Μπορούμε ακόμα και να μοιραστούμε αυτή την ικανοποίηση με τον σημαντικό άλλο και όχι μεταφέροντας όλο το βάρος της ανάγκης πάνω στην ίδια τη σχέση. Αυτό το είδος σχέσης μπορεί να διαρκέσει για πολύ και να συνεισφέρει στην ευτυχία και των δύο μερών.

Kenneth Fields

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα