……«Εδώ κα μερικά χρόνια η κατάστασή μου επιδεινώθηκε, νοσηλεύτηκα και χειρουργήθηκα πολλές φορές. Έμεινα μήνες σε κώμα, ενώ ήθελα να ζήσω τη ζωή στο ακέραιο. Έτσι, έχασα τα πάντα, φιλίες, πάθη, συνήθειες.
Η ζωή μου άδειασε και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Βρήκα, λοιπόν, καταφύγιο στο διάβασμα, και τα βιβλία που αγάπησα περισσότερο είναι τα δικά σας. Με βοηθήσατε με έμμεσο τρόπο.
Διαβάζοντας τα λόγια σας βρήκα μια δύναμη που δεν ήξερα πως την είχα, όμως αυτό που με βοήθησε περισσότερο ήταν τα ενθαρρυντικά λόγια που γράφατε στις τελευταίες σελίδες του Cose che nessuno sa.
Σε κάθε περίπτωση, ξέρω ότι αυτό το γράμμα δεν θα το διαβάσετε ποτέ, κι ότι αυτά που γράφω είναι λέξεις σκορπισμένες στον αέρα, αλλά ένιωσα υποχρέωσή μου να σας ευχαριστήσω γιατί με σώσατε, και για όλα αυτά που καταφέρατε να κάνετε ακόμη κι από μακριά. Η αρρώστια μου δυστυχώς δεν τελειώνει εδώ, και δεν ξέρω ακόμα πόσο καιρό θα βρίσκομαι σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά αφού υπάρχει μια αχτίδα ελπίδας θέλω να συνεχίσω να ζω όσο το δυνατόν καλύτερα, όχι για τους άλλους, γιατί κι αυτοί θα φύγουν, αλλά για όλα αυτά που έχω υποφέρει, και που θα υποφέρω ακόμα, και για να μπορέσω στο τέλος να πω ότι άξιζε τον κόπο να υποφέρω. Γιατί η ζωή είναι πράγματι το πολυτιμότερο δώρο που έχουμε δεχτεί».
Διαβάστε επίσης: Πώς τα μαγνητικά πεδία της Γης και η «ανθρώπινη αύρα» μεταφέρουν βιολογικές πληροφορίες που συνδέουν όλες τις μορφές ζωής
Αγαπητέ Τζάκομο, σε αυτές τις αράδες αισθάνομαι το παράδοξο της νιότης. Το ίδιο που ένιωθες εσύ στη ζωή της Σίλβια, που προσπαθούσε να υπερβεί το όριο, χαρούμενη και θλιμμένη, όπως όλοι οι νέοι:
Κι εσύ, ελαφριά και σκεφτική, στεκόσουν
Στης νιότης το κατώφλι
Στη Σίλβια όλα μοιάζουν γεμάτα υποσχέσεις, γλυκά, όπως και σε σένα, Τζάκομο, όταν τραγουδούσες το άπειρο:
Χαιρόσουν
Με τα όνειρά σου για ένα μέλλον μακρινό
Η νιότη είναι το άπειρο φτιαγμένο με σάρκα, ένα όριο γεμάτο ελπίδα. Αλλά όση είναι η ελπίδα άλλος τόσος είναι ο πόνος, όπως στον έρωτα χωρίς αντίκρισμα. Το ότι το πεπρωμένο είναι και προορισμός, είναι λάθος:
Τι γλυκές σκέψεις
Τι επιθυμίες, τι καρδιές!
Αχ Σίλβια, πώς μας φαινότανε τότε
Η ανθρώπινη ζωή και η μοίρα!
Όταν θυμάμαι όλη εκείνη την ελπίδα
Πίκρα με πιάνει απαρηγόρητη
Θρηνώ και πάλι για τη συμφορά μου.
Αχ, φύση, φύση
Γιατί ποτέ δεν κράτησες
Τις υποσχέσεις σου;
Γιατί σε τέτοια πλάνη αφήνεις τα παιδιά σου;
Κάθε πλεόνασμα, κάθε ψευδαίσθηση για το μέλλον, προδίδεται, Σίλβια, πεθαίνει. Η ζωή αποδεικνύεται ένα παράδοξο που πρέπει να κατοικήσεις, ένα θανάσιμα πληγωμένο άπειρο, μια προδοσία αυτού που έπρεπε να σώσεις και να σε σώσει, η ίδια σας η νιότη:
Μα και η δική μου ελπίδα
Η γλυκιά, γρήγορα χάθηκε.
Οι μοίρες έκοψαν και τη δική μου νιότη.
Πόσο έχεις σβήσει και χαθεί
Αγαπημένη, σύντροφε της άνοιξής μου
Δακρυσμένη μου ελπίδα!
Ποιος κόσμος είναι αυτός;
Αυτές είναι οι χαρές, ο έρωτας
Τα έργα, οι περιπέτειες
Που κουβεντιάζαμε μαζί;
Αυτή είναι η τύχη των ανθρώπων;
Απόσπασμα από το βιβλίο του Alessandro D’ Avenia «Η Τέχνη της Ευθραυστότητας» από τις εκδόσεις Πεδίο