«Κρυσταλλία, που’ χεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας»
Αυτή η φράση ερχόταν και ξαναρχόταν στον ύπνο της – επίμονη, γεμάτη πείσμα λες κι ήθελε να της θυμίσει κάτι που από καιρό ο νους της είχε θάψει στο λαβύρινθο των ανεπιθύμητων σκιών. Σαν ψυχολόγος που ήταν, γνώριζε πως το υποσυνείδητο έπαιρνε τα ηνία όταν οι ρυθμοί της ζωής ξεπερνούσαν τους ρυθμούς της αντίληψης. Ωστόσο, η Κρυσταλλία είχε χρόνια να πατήσει το πόδι της σε εκκλησία. Και τώρα, καθισμένη πίσω από το γραφείο της, με τον προτελευταίο πελάτη της ημέρας στον δερμάτινο λευκό καναπέ, αναρωτιόταν γιατί η ίδια φράση στριφογύριζε στο μυαλό της.
«Νομίζω πως η Αλίσια έχει πρόβλημα και ίσως να πρέπει να δείτε κι αυτήν», κατέληξε ο αγχωμένος μεσήλικας.
«Όταν λέτε πρόβλημα;»
«Δεν μπορώ να το προσδιορίσω»
«Προσπαθήστε»
«Αν ήξερα, δε θα κάναμε αυτή τη συζήτηση», της είπε ελαφρώς ενοχλημένος.
«Δεν έχετε κάποια άποψη πάνω στο θέμα δηλαδή;»
Ο άντρας έτριψε τις παλάμες του μεταξύ τους ώσπου άσπρισαν κι ύστερα την κοίταξε με μάτια θολά.
«Νομίζω ότι θέλει να χωρίσουμε», της είπε.
«Τι θα σήμαινε αυτό για εσάς;»
«Γιατί τα συζητάμε αυτά; Εγώ θέλω να αρχίσει συνεδρίες μαζί σας και να καταλάβει τι της φταίει»
«Προς το παρόν, ο πελάτης μου είστε εσείς. Και είστε αρκετά ευφυής ώστε να αντιλαμβάνεστε πως αν έρθει εδώ και ανακαλύψει πως θέλει πράγματι να φύγει, εγώ δε θα την εμποδίσω»
«Για αυτό ήθελα να σας παρακαλέσω να της εξηγήσετε πως η αληθινή αγάπη δεν παρουσιάζεται στη ζωή μας κάθε μέρα»
«Καλύτερα να σας σταματήσω. Αυτό που έχετε στο νου σας μπορείτε να το ξεχάσετε. Δεν είμαι εδώ για να παραπλανώ τον κόσμο»
«Μου αρνείστε κάτι τόσο αθώο; Στο τέλος – τέλος, ποιος κάθεται με έναν άνθρωπο μόνο και μόνο επειδή του το είπε ένας άγνωστος;»
«Εκτός κι αν αυτός ο άγνωστος παίζει με την ψυχή του και τον οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Κάπου εδώ τελειώνει η συνεδρία μας», του είπε κοιτάζοντας το ρολόι της.
Καθώς έφτιαχνε το μαυροζούμι της – το γαλλικό καφέ της – αναρωτήθηκε αν ο απελπισμένος μεσήλικας θα ανακάλυπτε κάποιον πρόθυμο να τον βοηθήσει στο σχέδιό του. Πόση βρωμιά να υπήρχε στον κόσμο άραγε;
Κι όμως υπάρχει πολλή βρωμιά, επιβεβαίωσε η φωνούλα μέσα της. Ξέρεις εσύ … Κρυσταλλία, που’ χεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας.
Το τελευταίο ραντεβού ήταν ένας παπάς – που είχε έρθει άλλη μια φορά. Της προκαλούσε ταραχή με την παρουσία του. Την πιλάτευε αρκετή ώρα – όπως και στην πρώτη συνεδρία – χωρίς να καταλήγει πουθενά.
«Ουδείς αναμάρτητος», της έλεγε τώρα καθώς την κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια. Η Κρυσταλλία περίμενε τη συνέχεια που ήρθε μερικά λεπτά αργότερα.
«Και φόνο να έχει διαπράξει κανείς, μετά την πάροδο εικοσαετίας, η πολιτεία παραγράφει τα εγκλήματά του», της είπε σκουπίζοντας τον ιδρώτα του με το κίτρινο μαντήλι του.
«Σωστά», αποκρίθηκε εκείνη. Σηκώνει τις μαύρες του φτερούγες … Κρυσταλλία που έχεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας …
«Από την άλλη, ακόμα και χωρίς να δικαστεί κάποιος, αν θεωρηθεί ύποπτος, το όνομά του μπορεί να αμαυρωθεί για πάντα»
Η Κρυσταλλία ένευσε καταφατικά. «Θα ήταν τρομερό για τη θέση μου»
«Δυσκολεύομαι να σας παρακολουθήσω. Μήπως θέλετε να γίνετε πιο σαφής;», του είπε πίνοντας μια γουλιά από το μαυροζούμι της.
«Θα ήταν απρέπεια να ζητήσω κι εγώ λίγο από τον καφέ σας;», της είπε στυλώνοντας το βλέμμα στην καφετιέρα πίσω από το γραφείο της. Η Κρυσταλλία τον σέρβιρε. Ήταν ολοφάνερο πως ο άντρας με τα ράσα χρονοτριβούσε.
«Όπως ξέρετε, υπάρχουν πολλών ειδών εγκλήματα. Αυτά που είναι ειδεχθή και αμετάκλητα – όπως ο φόνος – και αυτά που ο χρόνος τα απαλύνει και που τελικά δεν αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στο υποτιθέμενο θύμα»
«Θέλετε να μου πείτε σε ποια εγκλήματα αναφέρεστε;»
«Υποθετικά μιλάμε πάντα»
«Σας κατηγορεί κάποιος; Νιώθετε ότι απειλείστε;»
«Νιώθω πως χρειάζομαι προστασία»
«Για ποιο λόγο;»
«Θα με λιντσάρουν αν διαδοθούν αυτά τα ψέματα»
«Τι λένε αυτά τα ψέματα;», είπε με κρυφή ανυπομονησία. Η δεύτερη συνεδρία τους έφτανε στο τέλος και ακόμα δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε από εκείνην ο ιερωμένος.
«Ότι ενοχλούσα παιδιά»
Σηκώνει τις μαύρες του φτερούγες … Κρυσταλλία που έχεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας … Στο άκουσμα αυτών των τριών λέξεων, ένιωσε το κορμί της να παγώνει. Η εικόνα ενός κοριτσιού που έσκυβε να φιλήσει το σταυρό ενός παπά κι εκείνος την έβαζε κάτω από τα ράσα της ήρθε από το πουθενά. Πετάχτηκε από την καρέκλα της τρέμοντας.
«Γιατί ήρθατε εδώ; Δεν είστε ξεκάθαρος και δε μου αρέσουν τα μισόλογα», του είπε επιθετικά κι ο παπάς σηκώθηκε από την καρέκλα του έντρομος.
«Είμαι βιαστικός. Θα κανονίσω ένα άλλο ραντεβού με τη γραμματέα σας», της είπε κι έσυρε το παχύ του κορμί έξω από το γραφείο της. Τι διάολο της συνέβαινε; Ήταν δυνατό να είχε αναπτύξει τόσο την ενσυναίσθηση; Τρέξε, Κρυσταλλία που’ χεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας, τρέξε μακριά από τις μαύρες φτερούγες…
Φεύγοντας από το γραφείο, επισκέφτηκε τους γονείς της. Είχαν τελειώσει το βραδινό και ως συνήθως, η Κρυσταλλία συζητούσε με τον πατέρα της που ήταν επίσης ψυχολόγος και συνεργαζόταν με ένα κέντρο εφαρμοσμένης ψυχολογικής έρευνας.
«Τι διαπραγματεύεται η παρούσα έρευνα;», τον ρώτησε όταν η μητέρα της χάθηκε στην κουζίνα.
«Τη χειραγώγηση της μνήμης κατά τη διάρκεια του ύπνου»
«Πιστεύεις πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;», τον κοίταξε δύσπιστα.
«Είναι πολύ πιθανό»
«Και υπάρχει κόσμος που ενδιαφέρεται να συμμετέχει σε ανάλογες έρευνες;»
«Αφορά ευαίσθητες ομάδες όπως για παράδειγμα άτομα που βασανίζονται από χρόνιες φοβίες και τραυματικές αναμνήσεις. Οπότε, ναι, είμαι σίγουρος»
«Πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος του ατόμου; Για σκέψου, να έχουν μοιραστεί δυο άνθρωποι τις ίδιες εμπειρίες και ξαφνικά ο ένας να μην τις θυμάται!» Ξέρεις εσύ, Κρυσταλλία που έχεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας! Υπάρχει πολλή βρωμιά …
«Αν αδυνατεί να τις διαχειριστεί, είναι προτιμότερο να τις αποβάλει»
«Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίο όπλο στα χέρια των λάθος ανθρώπων όμως»
«Εμείς εργαζόμαστε πάνω στα οφέλη αυτή της μεθόδου»
Γέλα, Κρυσταλλία που έχεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας! Υπάρχει πολλή βρωμιά …
«Φυσικά θα έχετε λάβει υπόψη και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις», επέμεινε η Κρυσταλλία όταν εμφανίστηκε η μητέρα της με τον ασημένιο δίσκο.
«Ελάτε να πιούμε το λικέρ βύσσινο που έφτιαξα με τα χεράκια μου», τους είπε χαμογελαστά. Δεν ήταν μόνο το λικέρ που έκανε τα στόματα να κλείσουν. Σε στιγμές οικογενειακής θαλπωρής, η μητέρα της απαγόρευε ρητώς τις επαγγελματικές συζητήσεις.
Οι συζητήσεις δεν ήταν ποτέ το φόρτε της οικογένειας …, της θύμισε η φωνούλα. Καλύτερα το βράδυ, να γαληνεύεις και να ακούς, Κρυσταλλία, που’ χεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας. Να είσαι καλό παιδί και να μαθαίνεις…
Το μυαλό της ήταν ακόμα στην καινοτόμο έρευνα του κέντρου όπου εργαζόταν ο πατέρας της όταν ήρθε το επόμενο ραντεβού με τον ιερωμένο. Το ίδιο ιδρωμένος όπως πάντα, βόλεψε το υπερμέγεθες κορμί του στη δερμάτινη καρέκλα μπροστά της.
«Συγνώμη για τη βιαστική αναχώρησή μου την προηγούμενη φορά», απολογήθηκε λες και οφειλόταν αποκλειστικά σε εκείνον η διακοπή της δεύτερης συνεδρίας.
«Συμβαίνουν αυτά», του είπε αποφασισμένη να μάθει τι φανταζόταν ότι μπορούσε να κάνει η ίδια για εκείνον. Μάλιστα σέρβιρε καφέ και για τους δυο τους σε δυο πορσελάνινες κούπες.
«Ευχαριστώ», είπε και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.
«Βρίσκομαι σε ιδιαιτέρως δύσκολη θέση και μόνο εσείς – αν το επιλέξετε – μπορείτε να με βοηθήσετε», της είπε.
«Με ποιο τρόπο;», τον ρώτησε.
«Όπως σας είπα, πρόκειται για συκοφαντίες αλλά γεγονός είναι ότι θα φτάσει στη δικαιοσύνη το θέμα. Πριν από είκοσι τόσα χρόνια – υποτίθεται ότι – θώπευσα κάποια παιδάκια του κατηχητικού, στον Καλόγερο, το χωριό που ιερουργούσα»
Η εικόνα του παπά που έχωνε το κοριτσάκι κάτω από τα ράσα ξανάρθε στο νου και λίγο έλειψε να τη διαλύσει. Αισθάνθηκε ένα τρομακτικό πόνο- σα να χτυπούσε κάποιος το κεφάλι της με λοστό.
«Σας κατηγορούν τώρα για τότε;», κατάφερε να πει.
«Μάλιστα»
«Και από εμένα τι θέλετε;»
«Να διαβεβαιώσετε πως κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ»
«Τι σας κάνει να πιστεύετε πως θα δώσουν σημασία στα λεγόμενά μου;», τον ρώτησε με μισόκλειστα μάτια.
Για θυμήσου καλά …
Σηκώνει τις μαύρες του φτερούγες … Κρυσταλλία που έχεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας.
«Ήσουν κι εσύ εκεί, Κρυσταλλία, που’ χεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας», της είπε κι εκείνη σα να βυθίστηκε σε ένα κακό όνειρο.
Η ίδια εικόνα του παιδιού στην αίθουσα του κατηχητικού που είχε απομείνει μόνο με τον παπά στρογγυλοκάθισε στο νου της. Κοίταξε το χλωμό πρόσωπο του κοριτσιού – το γεμάτο φόβο και απόγνωση και αναγνώρισε τον εαυτό της. Καλύτερα το βράδυ, να γαληνεύεις και να ακούς, Κρυσταλλία, που’ χεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας. Να είσαι καλό παιδί και να μαθαίνεις…
«Εσύ έγινες μεγάλη και τρανή ψυχολόγος. Δε με αναγνώρισες καν! Αν σου είχα κάνει κάτι πραγματικά κακό, δε θα το θυμόσουν;», συνέχισε εκείνος απτόητος σκουπίζοντας τον ιδρώτα του με το κίτρινο μαντήλι του. Για θυμήσου … Τρέξε, Κρυσταλλία που’ χεις το όνομα της Παναγίας της Κρουσταλλένιας, τρέξε μακριά από τις μαύρες φτερούγες…
Κι η Κρυσταλλία θυμήθηκε που έτρεξε στη μητέρα της και τα ομολόγησε όλα, που έφυγαν σαν τους κλέφτες από το χωριό χωρίς ποτέ να ξαναμιλήσουν για αυτό το «κακό πράγμα» που της είχε συμβεί, που κάθε βράδυ, ο πατέρας της τής μάθαινε τη ζωή τους ξανά από την αρχή – μια ζωή σαν παραμύθι – που μιλούσε για τη γαλήνια επαρχία και τους φίλους που άφησαν πίσω. Ώσπου τα διέγραψε όλα, ώσπου τα πίστεψε όλα.
«Δε σας θυμάμαι», ψέλλισε καθώς ο άντρας απέναντί της ξεφυσούσε με αγωνία. Το παχουλό του χέρι σφούγγιζε τον ιδρώτα του, εκείνο το χέρι που κάποτε απλωνόταν πάνω στο παιδικό κορμάκι της… και ο πατέρας της να της μαθαίνει τη ζωή τους από την αρχή….
Στο είπα ότι υπάρχει πολλή βρωμιά…, πες του αυτό που θέλει να ακούσει … «Θα καταθέσω όμως αφού μου το ζητάτε. Αν είναι να σας βοηθήσω …», του χαμογέλασε καθησυχαστικά αποφασίζοντας να γίνει το χαρτί που θα τον κάψει, το χαρτί που θα τους έκαιγε όλους.
Κέλλυ Νικολαΐδου
Το διήγημα της Κέλλυ Νικολαΐδου ψηφίστηκε ως το τρίτο καλύτερο στον 4ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής 2019 που διοργανώθηκε από το Harmony and Creativity. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα πρωτοποριακά μαθήματα γραφής μυθιστορήματος ή νουβέλας (μεγάλη φόρμα) διεθνών προδιαγραφών της σχολής πατήστε εδώ