Η 25η Μαρτίου αποτελεί διπλή γιορτή για την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και ο ξεσηκωμός των υπόδουλων Ελλήνων κατά του τουρκικού δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Είναι μια σημαντική ημερομηνία για την Νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος εντοπίζονται στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού, το β’ μισό του 18ου αιώνα. Μία από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους, τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, με σκοπό την προετοιμασία μιας ελληνικής επανάστασης.
Τέλη Οκτωβρίου 1820, ο Υψηλάντης προετοίμασε την Πελοπόννησο για να ξεκινήσει από εκεί ο αγώνας κι έσπευσε να αρχίσει η επανάσταση πριν τις 25 Μαρτίου που είχε οριστεί αρχικά. Τον παρακίνησε η ανταρσία του Αλή πασά της Ηπείρου εναντίον του σουλτάνου. Εξάλλου η Βλαχία και η Μολδαβία ήταν τόποι γνώριμοι για του καταδιωγμένους Έλληνες, κυρίως τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εισέβαλλε στη Μολδαβία στις 22 Φεβρουαρίου 1821 για να παρασύρει στην εξέγερση και τα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη και να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους Τούρκους. Στην προκήρυξη του Υψηλάντη ‘’Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος’’, ανταποκρίθηκαν πρόθυμα οι Έλληνες της Μολδοβλαχίας, ειδικά η ελληνική νεολαία του εξωτερικού. Νέοι από κάθε κοινωνική τάξη και επάγγελμα, υπάλληλοι εμπορικών γραφείων και σπουδαστές, άρχισαν να συρρέουν και πεζοί ορισμένοι από την Οδησσό, Χερσώνα, Ταγανρόκ και από τη Κριμαία.
Ο στρατός του Υψηλάντη δεν ξεπερνούσε ους 1600 Έλληνες, Βούλγαρους και Σέρβους οπλοφόρους. Ο Υψηλάντης πέρασε διστακτικά τα σύνορα της Βλαχίας με κατεύθυνση προς το Βουκουρέστι και στις 28 Μαρτίου μπήκαν 300 άνδρες με επικεφαλή τον Δούκα και κατέλαβαν ορισμένα τμήματά του. Ο ίδιος με 500 ιππείς και 3 κανόνια στρατοπέδευσε δυο ώρες μακριά, στην Κολεντίνα.
Από όλες τις ελληνικές περιοχές, η Πελοπόννησος παρουσιάζεται καλύτερα προετοιμασμένη για τον μεγάλο αγώνα. Οι επαναστατικές εστίες ήταν η Μάνη και η Αχαΐα. Τα πρώτα επαναστατικά στρατόπεδα αποτελούνται από βοσκούς, γεωργούς και βιοτέχνες, σχηματισμένα γύρω από τα κάστρα των παραλίων (Πάτρας, Πύλου, Μεθώνης, Κορώνης, Καλαμάτας, Μονεμβασιάς, Ναυπλίου και Ακροκορίνθου), όπου συγκεντρώθηκε ο τουρκικός πληθυσμός, τα κυρίευσε και εξανάγκασε τις φρουρές να παραδοθούν από πείνα. Τα στρατόπεδα που σχηματίστηκαν γύρω από την Τριπολιτσά, στην πρωτεύουσα και καρδιά της Πελοποννήσου, είχαν καλύτερη οργάνωση και τάξη, χάρη στην προσωπικότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στην επίδραση του Δημήτριου Υψηλάντη και των φιλελλήνων αξιωματικών.
Οι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Μανιάτες, μέχρι να προσαρμοστούν στον πόλεμο ως την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) δοκιμάστηκαν σκληρά σε μάχες: Λεβίδι (14 Απριλίου), Βαλτέτσι (12-13 Μαίου) και στη Γράνα (10 Αυγούστου). Ως την άφιξη του Καποδίστρια τον Ιανουάριο 1828 δεν σημειώθηκε καμία μεταβολή στην οργάνωση των άτακτων σωμάτων.
Υπερτερούσε ο εγωισμός, ο τοπικισμός και η ισχυρογνωμοσύνη και ήταν δύσκολο να επιβληθεί ο σταλμένος από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο αδελφός του Δημήτριος. Ήταν αγαθός, ευαίσθητος και τίμιος ο Δημήτριος, δεν ήταν ενδεδειγμένος αρχηγός μια κοινωνίας πρωτόγονων πολεμιστών, γι ‘ αυτό τον εμπόδισαν οι δυνατοί κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου.
Στη Στερεά Ελλάδα η κατάσταση ήταν διαφορετική. Υπήρχε στρατιωτική οργάνωση, τα αρματολίκια προκάλεσαν διάσπαση των δυνάμεων των Ελλήνων. Οι Έλληνες πολυάριθμοι από τους Τούρκους κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και πολιορκούσαν τις οχυρωμένες πόλεις και τα κάστρα, Αθήνα, Λειβαδιά, Σάλωνα, Ναύπακτο, Αντίρριο. Εφάρμοσαν με επιτυχία την τακτική του κλεφτοπόλεμου, κυρίως στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, τη μόνη στρατιωτική τακτική που τους κληροδοτήθηκε από το παρελθόν.
Στην Κρήτη, όταν πληροφορήθηκαν για τα επαναστατικά κινήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας οι Τούρκοι αγάδες έγιναν πιο πιεστικοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι Σφακιανοί, ήταν ανδρείοι και πολεμικοί, αλλά απολίτιστοι και άγριοι, όπως οι Μανιάτες. Η ζωή τους ήταν απομονωμένη, ακοινώνητη και σχεδόν ελεύθερη. Η αργή κοινωνική οργάνωση του νησιού ήταν δυσμενής παράγοντας για τον προσηλυτισμό μελών στη Φιλική Εταιρεία, για την εξάπλωση και την προετοιμασία του επαναστατικού κινήματος.
Οι κάτοικοι των ναυτικών νησιών, Σπετσών, Ψαρών και Ύδρας μετέτρεψαν τα εμπορικά τους πλοία σε πολεμικά έδωσαν πνοή ελευθερίας και στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τα νησιά που βρίσκονταν στο στόμιο του Ελλησπόντου: Ίμβρο, Τένεδο, Λήμνο και Λέσβο. Χάρη στη σύμπραξη των ναυτικών νησιών οι Έλληνες διέδωσαν την επανάσταση στο Αιγαίο και στις βορειότερες ελληνικές χώρες. Ο ελληνικός στόλος εμπόδισε την εξουσία των Τούρκων στα παράλια της Πελοποννήσου.
Η ελληνική επανάσταση μεταδόθηκε στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία, όχι όμως σε όλες τις περιοχές με ευνοϊκή έκβαση. Υπήρχε κακή οργάνωση των στρατιωτικών σωμάτων και ασυντόνιστες επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η υπεροχή του ελληνικού στόλου, κρατώντας ελεύθερα τα ελληνικά νησιά. Η αδυναμία του τουρκικού στόλου οδήγησε σύντομα και στην καταστροφή του. Στις συγκρούσεις τους οι Έλληνες κάνουν χρήση μπουρλότων και διακρίνονται για την τόλμη και τη ναυτική τους εμπειρία. Ξεχωρίζουν ο Δημήτριος Παπανικολής και ο Κωνσταντίνος Κανάρης.
Πολλαπλά ωφέλιμη ήταν η αρωγή που πρόσφερε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή -στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές- καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυβε στο σπίτι της, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου ‘’Αγαμέμνων’’ της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του ΄΄Αγαμέμνονα’’ καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν.
Αξίζει να σημειωθεί, πως στην Ελληνική Επανάσταση, τα τσελιγκάτα βοήθησαν στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Οι Σαρακατσάνοι, ελληνική νομαδική φυλή, ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς, είχαν παλικαριά και ήταν ενεργή η συμμετοχή τους. Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Κλέφτες και αρματολοί είχαν σκοπό της ζωής του να απελευθερώσουν το Γένος. Άξιοι αγωνιστές των μαχών με πρωτεργάτη τον Κατσαντώνη, πολεμιστής και καπετάνιος των Αγράφων και των Τζουμέρκων. Ανυπότακτοι, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης, ο Δίπλας, ο Φαρμάκης, ο Χασιώτης, ο Λεπενιώτης, ο Τσόγκας, ο Λιάκος, ο Αραπογιάννης και πολλοί ακόμη, επέλεξαν μια ζωή δύσκολη στα βουνά υπερασπιζόμενοι τις αξίες της πατρίδας. Όπως έγραψε και ο Ρήγας Φεραίος: ‘’Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή’’.
Το σύνθημα της επανάστασης, «Ελευθερία ή θάνατος», έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας. Από το 1838 η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως επέτειος εορτασμού της έναρξης της επανάστασης, ως ημέρα εθνικής εορτής και αργίας. Χρόνια Πολλά σε όλους τους Έλληνες!
Άρθρο της Στέλλας Γιαννακούλα για την Εναλλακτική Δράση