Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έζησα την εμπειρία που θα σας περιγράψω. Τριάντα ολόκληρα χρόνια δραστήριας ζωής, σαν σύζυγος κληρικού και σαν μητέρα. Αυτή η μέρα όμως, παραμένει το πιο σημαντικό και παράξενο γεγονός της ζωής μου.
Όταν ο πρώτος μας γιος, ο Φίπσυ, ήταν τεσσάρων ετών, αρρώστησα από μια πάθηση των αδένων. Οι γιατροί μου είπαν πως έπρεπε να κάνω εγχείρηση θυρεοειδούς, αν ήθελα να σώσω τη ζωή μου.
Συνηθισμένη να εμπιστεύομαι όλες τις φροντίδες μου στο Θεό, δε φοβήθηκα την εγχείρηση. Αυτό που ήταν πιο δύσκολο, ήταν να ξεπεράσω την ανησυχία μου για το μέλλον των παιδιών μας, σε περίπτωση που εγώ δε θα υπήρχα πια.
Μετά από μια δύσκολη νύχτα, κατάφερα τελικά να γαληνέψω, με τη σκέψη ότι ο Δημιουργός αγαπούσε τον Φίπσυ περισσότερο απ’ όσο τον αγαπούσα εγώ, και θα καθοδηγούσε Αυτός το μέλλον του. Ήμουν επίσης σίγουρη ότι θα ‘χε κάθε απαραίτητη φροντίδα από το γήινο πατέρα του κι έτσι πήρα την απόφαση για το νοσοκομείο.
Ο Χάρολντι, ο άντρας μου, με πήγε στην κλινική του Δρα Κράιλ. Εκεί, αφού με βάλανε στο χειρουργείο, μου κάνανε τοπική αναισθησία και μου ‘παν να μιλώ και να τραγουδώ, για να μπορέσουν να εντοπίσουν ευκολότερα τις φωνητικές χορδές μου.
Δεν είχα άγχος κι ένιωθα μάλλον ευχαριστημένη με την ικανότητά μου να βρίσκω διάφορα πράγματα να λέω και να τραγουδώ. Και ξαφνικά, προς μεγάλη μου έκπληξη, κάτι άλλαξε. Μου φάνηκε ότι κοιτούσα τον εαυτό μου και τους γιατρούς γύρω από το χειρουργικό τραπέζι από κάπου ψηλότερα, κάπου λίγο πιο ψηλά από τα κεφάλια τους. Εκείνη τη στιγμή, μια νοσοκόμα φώναξε τρομαγμένη: “Γιατρέ, ο σφυγμός της σταμάτησε!”
Ύστερα, σαν να μπήκα μέσα σε μια μακριά, σκοτεινή σήραγγα που καθώς την περνούσα, σκεφτόμουν ήρεμη: “Αυτό θα ‘ναι να πεθαίνεις…”
Αυτό το παράξενο ταξίδι μου συνεχίστηκε για λίγο, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να συμβαίνει. Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι πόσο θα κρατούσε, όταν ξαφνικά αναδύθηκα σ’ ένα χώρο πλημμυρισμένο από ένα παλλόμενο, ζωντανό φως που είναι αδύνατον να περιγραφεί με λόγια. Τώρα ένιωθα ανάλαφρη κι ελεύθερη και για λίγο πλανήθηκα εδώ κι εκεί χωρίς προορισμό.
Τελικά, προς μεγάλη ανακούφιση κι ευχαρίστησή μου, βρέθηκα καθισμένη πάνω σε κάτι που έμοιαζε με σύννεφο ή παραδείσιο νησί, να κοιτάζω μέσα από ένα τεράστιο καμπυλωτό παράθυρο που έμοιαζε με το μισό μιας πελώριας κρυστάλλινης σφαίρας. Κρύσταλλο όμως δεν υπήρχε κι εύκολα θα μπορούσα να περάσω από μέσα της και να βρεθώ στην άλλη μεριά. Η σκέψη που έκανα αμέσως ήταν πως ό,τι έβλεπα μέσα από εκείνο το παράθυρο, ήταν κάποια φωτεινή γωνιά του παραδείσου.
Ό,τι είδα εκεί πέρα, κάνει όλες τις γήινες ομορφιές να ωχριούν. Πλήθος χαρούμενων παιδιών τραγουδούσαν και γελούσαν μέσα σε κήπους, κάτω από μηλιές. Ο αέρας είχε μια τέτοια καθαρότητα που έκανε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες να προβάλλουν μέσα σ’ ένα καινούριο φως. Τα περιβόλια ήταν πλημμυρισμένα με αρώματα και χρώματα, γιατί τα δέντρα τους ήταν φορτωμένα συγχρόνως με ευωδιαστούς ανθούς και κόκκινους ώριμους καρπούς.
Καθώς στεκόμουν εκεί ρουφώντας αυτή την ομορφιά, άρχισα σιγά σιγά ν’ αντιλαμβάνομαι μια Παρουσία – την Παρουσία της χαράς, της αρμονίας και της ευσπλαχνίας. Η καρδιά μου πόθησε τότε να ενωθεί μ’ αυτήν την ομορφιά. Ήταν όμως αδύνατο να κινηθώ και να περάσω μέσα από το παράθυρο. Ένα αόρατο εμπόδιο μου ‘κλεινε το δρόμο και κάποια δύναμη μ’ έσπρωχνε προς τα πίσω, κάθε φορά που προσπαθούσα να μπω.
Στο μεταξύ, είχα χάσει τη συναίσθηση του ποια ήμουν και τ’ όνομά μου δεν είχε πια καμία σημασία για μένα. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου και να διασχίσω το παράθυρο, για να γίνω κι εγώ μέρος του κόσμου που έβλεπα.
Απογοητευμένη με την αδυναμία μου να κινηθώ και ανίκανη ν’ αντέξω το φως και τον τόσο ζωντανό παλμό αυτής της μικρής γωνιάς του παραδείσου, έκλεισα σιγά σιγά τα μάτια μου. Κι όταν τα έσφιξα ακόμα πιο πολύ, μου φαίνεται ότι άρχισα ν’ απομακρύνομαι από το καμπυλωτό παράθυρο.
Άλλο ένα μακρύ ταξίδι μέσα από τη σκοτεινή σήραγγα, και ξαναγύρισα στο κρεβάτι πάνω στο οποίο βρισκόταν ξαπλωμένο ένα σώμα, χαλαρό κι ακίνητο, ενώ νοσοκόμες και γιατροί δούλευαν πάνω του.
Παρά τη θέλησή μου, μπήκα μέσα του από κάτι που έμοιαζε με είσοδο στην κορυφή του κεφαλιού, ενώ συγχρόνως αναρωτιόμουν: “Γιατί πρέπει να ξαναγυρίσω; Είμαι υποχρεωμένη να γυρίσω πίσω; Είναι ποτέ δυνατό να ξαναβάλω σ’ ενέργεια αυτή την αδύναμη ανθρώπινη μορφή;” Κούνησα δοκιμαστικά ένα δάχτυλο, απορώντας την ίδια στιγμή για το ποια πραγματικά ήμουν.
Εκείνη τη στιγμή μια από τις νοσοκόμες αναφώνησε: “Δόξα τω Θεώ! Συνέρχεται! Μετά από δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά!…”
Ξαναπροσπάθησα, χωρίς επιτυχία, να θυμηθώ τ’ όνομά μου. Κάποιο άλλο όνομα ερχόταν όμως στη σκέψη μου – “Χάρολντ”, κι ύστερα “Φίπσυ”. Ήταν ο δεσμός μου μ’ αυτούς που με τράβηξε πίσω, και τώρα τους είχα ανάγκη, αν ήταν να μείνω. Με τεράστια προσπάθεια ψιθύρισα το όνομα του άντρα μου. Και ξαφνικά, όλα ξεκαθάρισαν – ήμουν η Τζούλια.
“Είμαι η Τζούλια; Πώς είναι δυνατό αυτό το κορμί να είναι η Τζούλια; Αυτή η οριζοντιωμένη μάζα με τον επιδεμένο λαιμό;” Δεν ήθελα αυτό το πράγμα να ‘ναι η Τζούλια, όμως ο Χάρολντ και ο Φίπσυ με περίμεναν, γι’ αυτό και το δέχτηκα.
Έτσι, αν και ήταν σχεδόν απαράδεχτο να εγκαταλείψω όλο εκείνο το μεγαλείο γι’ αυτή την οδυνηρή επιστροφή, όταν μια πολυαγαπημένη φωνή άγγιξε τ’ αυτιά μου κι ένα χέρι έσφιξε το δικό μου, δέχτηκα να μείνω.
Την υπόλοιπη μέρα κι όλη την επόμενη, εκείνος ο άλλος κόσμος ήταν πολύ πιο έντονος και πραγματικός για μένα, από αυτόν στον οποίο ξαναγύρισα. Επέμεινα να μου κρατάει ο άντρας μου το χέρι μέρα νύχτα. Όταν κάποια στιγμή χρειάστηκε να φύγει για να ξεκουραστεί, ήρθε η αδελφή μου.
Αισθανόμουν ότι υπήρχε μια μυστήρια σχέση ανάμεσα στην ψυχή μου και στην παλάμη μου, ένιωθα ότι η παραμονή μου σ’ αυτή τη ζωή εξαρτιόταν από την αγάπη που διοχέτευε η πίεση του άλλου χεριού πάνω στο δικό μου. Η γοητεία αυτού του παραδείσιου τόπου, που μόλις είχα γευτεί, ήταν πολύ δυνατή. Το σταθερό όμως σφίξιμο του χεριού τους, όσο κι αν αυτοί δεν το καταλάβαιναν, μ’ εμπόδιζε να δραπετεύσω πάλι για κείνη την ουράνια ελευθερία.
Το επόμενο εικοσιτετράωρο, καθώς ταλαντευόμουν ανάμεσα σε δυο διαστάσεις ύπαρξης, όλα τα νοήματα της ζωής και του θανάτου έμοιαζαν να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια της ψυχής μου. Άρχισα να βλέπω καθαρά ότι ο θάνατος του γήινου σώματος δεν ήταν καμιά συμφορά. Ο θάνατος ήταν μια φυσική μετάβαση σε μιαν άλλη φάση ζωής, όπου κανείς, αν ήταν έτοιμος, μπορούσε να συνεχίσει χαρούμενος την πορεία του. Ήταν ένα πέρασμα απ’ αυτό το χώρο της γνώσης σ’ έναν άλλον, εξίσου σημαντικό και πραγματικό.
Πιστεύω πως η σύντομη ματιά μου μέσα από το παράθυρο του Παραδείσου, ήταν μια αποκάλυψη του νοήματος της ίδιας της ζωής.
Τώρα πια, πρόθυμα δέχομαι τα διδάγματα και τις ευλογίες που φέρνει η κάθε καινούρια μέρα και ζω γαλήνια, με την ελπίδα ή μάλλον με την πεποίθηση, ότι στα μάτια του Θεού ο κόσμος που ζούμε και ο κόσμος του οράματός μου είναι στην πραγματικότητα ένας.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Jess Weiss “Το Πέρασμα” από τις εκδόσεις Διόπτρα