Το άγχος και οι κρίσεις πανικού είναι συμπτώματα του μηχανισμού της ταύτισης, όπου συμβαίνει το εξής φαινόμενο: ο ψευδής εαυτός, που υποτίθεται ότι είναι το σώμα (ή είναι ταυτισμένος με το σώμα), πρωταγωνιστεί σε διάφορα φανταστικά σενάρια που πυροδοτούν το συναίσθημα του φόβου.
Όταν δεν γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ πραγματικότητας και του περιεχομένου των σκέψεων, οι σκέψεις φαίνεται σαν να είναι η πραγματικότητα. Έτσι, χάνεται η άμεση σύνδεσή μας με την πραγματικότητα, που είναι η επίγνωση του παρόντος, και το άτομο πιστεύει ότι οι σκέψεις (οι υποθέσεις και τα σενάρια) λένε και εκφράζουν την αλήθεια.
Στη συνέχεια εμφανίζονται τα σωματικά συμπτώματα (η εφίδρωση, η ταχυπαλμία, το σφίξιμο στο στήθος, ή ακόμα και η ζαλάδα, οι τάσεις για λιποθυμία, κ.ά.), που ανάλογα με τον οργανισμό και τις ορμονικές εκκρίσεις, ποικίλλουν σε ένταση και μορφή.
Γενικά, οι πιο επιρρεπείς στο άγχος και τις κρίσεις πανικού είναι αυτοί που έχουν ταυτιστεί με την πεποίθηση “κινδυνεύω να πάθω κάτι κακό ανά πάσα στιγμή”.
Έτσι δημιουργείται η αντίστοιχη ταυτότητα για τον “εαυτό” τους και οι σκέψεις σωματοποιούνται.
Είτε το κακό προέλθει από την απόρριψη, είτε από μια ασθένεια, ένα ατύχημα, μια απώλεια, είτε από οτιδήποτε άλλο, στο ψυχικό υπόβαθρο υπάρχει μια διαρκής ανησυχία που δεν αφήνει το σώμα και το νου να ηρεμήσουν.
Η απαρχή της ανάπτυξης αυτής της ταυτότητας εντοπίζεται συνήθως στην παιδική ηλικία, όπου το περιβάλλον ανατροφής και ανάπτυξης δεν ήταν ένα περιβάλλον ηρεμίας και αποδοχής, αλλά ανησυχίας και ανασφάλειας.
Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του, ο καλύτερος και πιο άμεσος τρόπος είναι να αφαιρέσουμε τον κεντρικό ήρωα από όλα αυτά τα σενάρια που δημιουργεί ο νους, ανάλογα με τις παρελθοντικές του εμπειρίες και αναμνήσεις, δηλαδή ανάλογα με τον προγραμματισμό του.
Ο κεντρικός ήρωας δεν είναι άλλος από την ιδέα ενός εαυτού που αποτελείται από εικόνες και άλλα στοιχεία της μνήμης, ενώ τα σενάρια αποτελούνται και αυτά από φανταστικές εικόνες, σκηνικά και χώρους όπου εξελίσσεται η “πλοκή”, έτσι όπως τη δημιουργεί ο νους.
Η καλύτερη μέθοδος που μπορεί να μας εισάγει στην παρατήρηση των σκέψεων και την αποδοχή των συμπτωμάτων είναι ο διαλογισμός.
Ο διαλογισμός μας βοηθάει να αντιληφθούμε την ισχυρή “μαγνητική” δύναμη (δηλαδή, τη δύναμη της συνήθειας) που ασκούν οι σκέψεις στην προσοχή μας, καθώς και το πόσο εύκολο είναι να ενδώσουμε στον πειρασμό να τις ακολουθήσουμε και να ταυτιστούμε μαζί τους.
Μας βοηθάει επίσης να δούμε ότι αυτό που παλιότερα νομίζαμε ότι είναι η αλήθεια και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την αλλάξουμε, ήταν ένα ψέμα.
Η μοναδική αλήθεια ήταν πάντα, και είναι, η επίγνωση της ύπαρξης αυτών των σκέψεων και όχι το περιεχόμενό τους.
Από το άγχος υποφέρουν περισσότερο αυτοί που αναπτύσσουν έντονες προσκολλήσεις (με άλλους ανθρώπους, με την εικόνα του σώματος, με ιδεολογίες, πεποιθήσεις, ρόλους, κ.ά.).
Τα αντικείμενα της προσκόλλησής τους αποκτούν ξαφνικά μεγάλη αξία και θεωρούνται σημαντικά, γιατί αποτελούν στοιχεία ταύτισης, δηλαδή στοιχεία από τα οποία αντλούν την ταυτότητά τους και προσδιορίζουν τον ψευδή εαυτό τους.
Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να γίνονται αποδεκτοί, να είναι αρεστοί, να έχουν δίκιο στις συζητήσεις, να αναγνωρίζονται από τους άλλους ή να κάνουν οτιδήποτε άλλο για να ισχυροποιήσουν την ταυτότητα του ψευδούς εαυτού τους. Και καθώς πασχίζουν να καταφέρουν κάτι από όλα αυτά, φοβούνται μήπως αποτύχουν αι αγχώνονται.
Σε επίπεδο πεποιθήσεων λοιπόν, η επίγνωση αποδυναμώνει ή και εξαφανίζει τη νοητική δραστηριότητα της αξιολόγησης των εμπειριών.
Σε επίπεδο πρακτικής αντιμετώπισης του άγχους και των κρίσεων πανικού, η επίγνωση και η αποδοχή των συμπτωμάτων είναι η αρχή για την εξασθένιση του φαύλου κύκλου μεταξύ σκέψεων και συναισθημάτων, οι ρίζες του οποίου εντοπίζονται στο παρελθόν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπάτρα “Επίγνωση” από τις εκδόσεις iwrite.gr