Όποιος είναι μόνο πρόσφατος δεν έχει ιστορία και, ως εκ τούτου, δεν έχει ούτε πεπρωμένο – είναι σαν τον σπόρο που σκάει σε ένα έδαφος πολύ ρηχό και δεν μπορεί να βγάλει ρίζες.
Ο νέος πρέπει να είναι αρχαίος γιατί, για να μπορέσει να είναι πρωτότυπος, πρέπει να είναι αρχέγονος. Αλλά το πρόσφατο κάνει τα πάντα για να τον προσεταιριστεί, του παρουσιάζεται με ένα πρόσωπο πολύ πιο γοητευτικό από του χλωμού καβαλάρη, του Θανάτου. Παρουσιάζεται με το πρόσωπο της μικρότερης αδελφής του, μιας πολύχρωμης, ανάλαφρης και κομψής κυρίας, της Μόδας.
Εσύ είχες διαισθανθεί αυτή την κρυφή συγγένεια και ήσουν ο πρώτος που είπες ότι Μόδα και Θάνατος είναι αδέλφια. Το αποκάλυψες ακόμα και στον Θάνατο, που το αγνοούσε:
ΜΟΔΑ: Είμαι η Μόδα, η αδελφή σου.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Η αδελφή μου;
ΜΟΔΑ: Ναι, δεν θυμάσαι ότι και οι δυο είμαστε παιδιά της Φθαρτότητας;
(Διάλογος της Μόδας και του Θανάτου – Μικρά Ηθικά Έργα)
Ο Θάνατος διστάζει να το πιστέψει, αλλά η Μόδα του αποδεικνύει ότι η συμπεριφορά της έχει αποκλειστικό στόχο να κάνει τους ανθρώπους να ζουν πεθαίνοντας, να μπερδεύουν το “νέο” με το “λιγότερο παλιό”, που μοιάζει αθάνατο αλλά στην πραγματικότητα είναι απλώς και μόνο πρόσφατο:
ΜΟΔΑ: Είμαστε αδέλφια, και μεταξύ μας δεν χρειάζεται να ακολουθούμε αυστηρά τους τύπους, γι’ αυτό θα μιλήσω όπως θέλεις. Λέω ότι η φύση μας και η κοινή μας συνήθεια είναι να ανανεώνουμε συνεχώς τον κόσμο.
Αλλά εσύ από την αρχή ορμούσες πάνω στους ανθρώπους και στο αίμα, ενώ εγώ περιορίζομαι κυρίως στα γένια, στα μαλλιά, στα ρούχα, στα έπιπλα, στα αρχοντικά και τα λοιπά.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι κι εγώ δεν σταμάτησα, ούτε θα σταματήσω, να κάνω παιχνίδια παρόμοια με τα δικά σου, όπως, λόγου χάρη, τους κάνω να τρυπάνε πότε τα αυτιά τους, πότε τα χείλη και τις μύτες τους, και να τα ξεσχίζουν με τα μπιχλιμπίδια που κρεμάω σε αυτές τις τρύπες· να καίω τη σάρκα των ανδρών με πυρακτωμένα σίδερα, για την ομορφιά τους, να παραμορφώνω τα κεφάλια των παιδιών με επιδέσμους κι άλλες πονηριές, επιβάλλοντας σαν έθιμο για όλους τους άντρες μιας χώρας να έχουν το ίδιο σχήμα κεφαλιού, όπως έκανα στην Αμερική και την Ασία· να τους κάνω ανάπηρους με στενά παπούτσια· να τους κόβω την ανάσα και να κάνω τα μάτια τους να πετάγονται έξω με στενούς κορσέδες, και εκατοντάδες άλλα παρόμοια.
Στην πραγματικότητα και γενικά μιλώντας, πείθω και αναγκάζω όλους τους ευγενείς να υπομένουν καθημερινά μύρια βασανιστήρια και μύριες στενοχώριες, και συχνά πόνους και μαρτύρια, μέχρι που κάποιοι πεθαίνουν ένδοξα, από την αγάπη τους για μένα.
Παρά τα επιχειρήματα που του αναπτύσσει, ο Θάνατος εξακολουθεί να είναι επιφυλακτικός και η Μόδα του δίνει τη χαριστική βολή αποδεικνύοντάς του ότι χάρη σ’ αυτήν εξαφανίστηκε το ανόητο υπόλειμμα αντίστασης στον Θάνατο που είχαν μέσα τους οι άνθρωποι – η επιδίωξη της αθανασίας – και ότι τους έχει παραδώσει απολύτως σ’ αυτόν ενώ βρίσκονται ακόμα στη ζωή. Χάρη στη Μόδα ο άνθρωπος είναι πια, χωρίς να το ξέρει, μαγκωμένος στα σαγόνια του Θανάτου.
ΜΟΔΑ: Πέρα απ’ όλα αυτά, επέβαλα στον κόσμο τέτοιες επιταγές και τέτοια έθιμα που η ίδια η ζωή, τόσο του σώματος όσο και του πνεύματος, είναι περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή· τόσο που θα μπορούσε κανείς να πει με κάθε ειλικρίνεια ότι αυτός ο αιώνας είναι ο αιώνας του θανάτου…
Κατήργησα το έθιμο της επιδίωξης της αθανασίας, ακόμα και την παραχώρησή της σε κάποιον που θα την άξιζε.
Έτσι που σήμερα, όποιος πεθαίνει να είσαι σίγουρος ότι δεν μένει ούτε κομματάκι του που να μην πεθαίνει και ότι είναι καλύτερα να θάβεται αμέσως ολόκληρος, σαν ψαράκι που έγινε ολόκληρο μια μπουκιά, με το κεφάλι και τα κόκαλά του.
Ο Θάνατος δέχεται τα επιχειρήματα της Μόδας και συνειδητοποιεί ότι η συμμαχία τους είναι γεγονός: όλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι για να νιώθουν πρωτότυποι δεν είναι παρά εναγκαλισμοί με το Θάνατο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Alessandro D’ Avenia “Η Τέχνη της Ευθραυστότητας” από τις εκδόσεις Πεδίο