Τι είναι η ποίηση, αν όχι το τραγούδι γι’ αυτό που δεν πρέπει να τελειώσει ποτέ;
Κάτι σαν αναστάσιμη τελετή, κάτι σαν την ίδια την ελπίδα ότι όλα μπορούν πάντα να ανανεωθούν, να τεθούν στην υπηρεσία της εύθραυστης ομορφιάς του κόσμου.
Αυτό είναι το εφήμερο, μυστικό σου, Τζιάκομο: το όριο είναι το σπίτι του απείρου. Κι έτσι κυνηγάς τη λέξη που επανεκκινεί την επιθυμία και την ελπίδα.
Πρέπει να είναι ένας χαμένος παράδεισος, αφού η ποιητική λέξη προσπαθεί να τον ανακτήσει, να τον γιατρέψει. Είναι η αδύνατη λέξη, αυτή που επί μήνες ψάχνεις (πόσες διορθώσεις στα χειρόγραφά σου!), εκείνη που θα προδώσει το μυστήριο – και μόνο το γεγονός ότι λαχταράς να το ονοματίσεις μαρτυρά ότι υπάρχει.
Γράφω κι εγώ, γιατί θα ήθελα ο κόσμος να βρισκόταν στο ύψος των επιθυμιών της καρδιάς μου που ποθεί, καμιά φορά χωρίς τη θέλησή μου, έναν παράδεισο. Με λέξεις προσπαθώ να τον τραβήξω εδώ κάτω αυτόν τον παράδεισο, να του δώσω τη δυνατότητα να υπάρξει. Και επιμένω, επιμένω, ενώ η ζωή αντιστέκεται, αντιστέκεται.
Καμιά φορά θα ήθελα να μην αγαπούσα τόσο την ομορφιά και να μπορούσα να αρκεστώ σε πολύ λιγότερα, αλλά ξέρω ότι δεν θα ήμουν πια εγώ. Δεν θα άντεχα μια ζωή χωρίς πάθος για τη ζωή.
Μόνο ανακτώντας το άπειρο μυστήριο θα αποκαταστήσουμε στην ελπίδα την τόλμη της, θα αγαπήσουμε και θα αισθανθούμε ξανά τη ζωή, όπως οι έφηβοι.
Αυτό μου έγινε ξεκάθαρο στα ταξίδια που κάνω τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία με παιδιά απ’ όλη την Ιταλία.
Κάθε μέρα, μετά το φαγητό, τα μαζεύω σε έναν κύκλο, σε έναν καταπράσινο κήπο του κολεγίου στο οποίο μένουμε. Κάτω από ένα αιωνόβιο δέντρο (έχουμε ονομάσει τη στιγμή Under the tree»), το κάθε παιδί με τη σειρά, στη σιωπή της εξοχής και κάτω από τα περίεργα μάτια όλων των άλλων, διηγείται μέσα σε δεκαπέντε λεπτά ποιο είναι το μεγαλύτερο πάθος του. Πώς γεννήθηκε αυτή η έξαρση, τι συνεπάγεται, ποιο κομμάτι του κόσμου αναλαμβάνει;
Είναι μια όμορφη πρόκληση για όλους να σκέφτονται τι πάθος έχουν και πώς μπορούν να το περιγράψουν.
Οι άλλοι ακούν, συχνά γοητευμένοι, και κάνουν ερωτήσεις, γιατί όταν κάποιος διηγείται κάτι που γνωρίζει και αγαπάει, όλα γίνονται αμέσως ενδιαφέροντα.
Έτσι παθιάστηκα κι εγώ, ή αν μη τι άλλο έμαθα πολλά για τη ραπ, τα ντρόουν, τα μουσικά γκρουπ και για το υποβρύχιο ψάρεμα, για λογοτεχνικούς χαρακτήρες, ταινίες….
Αυτές τις γαλήνιες στιγμές στην εξοχή της Οξφόρδης, έχω δει πόση περιέργεια και ελπίδα μπορεί να κατοικεί μέσα σε μια καρδιά και σε ένα μυαλό που ακόμα διαπλάθεται.
Έχω παρατηρήσει ότι εκείνος που μιλάει δέχεται πάντα ένα αυθόρμητο χειροκρότημα: μπαίνει στο παιχνίδι και αποκαλύπτει το παιχνίδι του να βρίσκεσαι στον κόσμο με πάθος.
Όποιος δέχεται αυτό το δείγμα ευγνωμοσύνης μαθαίνει ότι το πάθος δεν είναι μια στείρα αυτοεπιβεβαίωση, είναι και μια προσφορά προς τους άλλους.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Alessandro D’ Avenia «Η Τέχνη της Ευθραυστότητας» από τις εκδόσεις Πεδίο