Η Πριγκίπισσα και ο γέρος ζητιάνος (Μια ιστορία από τον Χόρχε Μπουκάι)

Η Πριγκίπισσα και ο γέρος ζητιάνος (Μια ιστορία από τον Χόρχε Μπουκάι)

Σ’ένα παλιό βασίλειο μιας αρχαίας πόλης, ζούσε ένας ηλικιωμένος, μέσα στη μοναξιά και τη σιωπή, σ’ ένα μικρό σπιτάκι σκαλισμένο στο βράχο, στην έξοδο του οικισμού. Η ζωή του ήταν παραπάνω από απλή: το πρωί σηκωνόταν με την ανατολή του ήλιου, ετοίμαζε κάτι να φάει και μετά κατέβαινε στο χωριό να ζητιανέψει.

Δε μιλούσε σε κανέναν (εκτός κι αν ήταν για να ευχαριστήσει κάποιον που τον είχε ελεήσει) και κανείς δεν του μιλούσε.

Αφού μάζευε τα χρήματα που χρειαζόταν για ν’ αγοράσει φαγητό για την ημέρα εκείνη, γύριζε στο σπίτι του, απ’ όπου ξανάβγαινε μόνο την επομένη.

Ένα βράδυ, όπως έβγαζε τα φθαρμένα του σανδάλια, χτυπάει η πόρτα.

Ανοίγει, και στο δωμάτιο εισβάλλει μια νέα, κλείνει αμέσως πίσω της την πόρτα και βάζει τον σύρτη για ασφάλεια.

«Σε παρακαλώ, προστάτευσέ με…» του λέει το κορίτσι. «Με κυνηγάνε οι στρατώτες του βασιλιά. Κρύψε με…»

«Ηρέμησε» της λέει ο γέρος, «μπορείς να ξεκουραστείς λιγάκι στο σπίτι μου πριν συνεχίσεις το δρόμο για να πας στο δικό σου…»

«Δεν κατάλαβες… Δεν μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μου… Ο πατέρας μου είναι ο βασιλιάς. Αυτός είναι που με ψάχνει.»

Ο γέρος δεν βγάζει λέξη.

Γυρίζει και προσθέτει λίγο νερό στο ζωμό του για να τον μοιραστεί με το κορίτσι.

«Ο πατέρας μου δεν μπορεί να δεχτεί ότι έχω ερωτευτεί έναν στρατιώτη της φρουράς του. Είχαμε σκεφτεί να φύγουμε μαζί, αλλά ανακαλύψαμε πως είμαι έγκυος κι εκείνος τρόμαξε πολύ και τώρα πια δεν θέλει να συνεχίσουμε. Δεν έχω πού να πάω. Σε παρακαλώ, άσε με να μείνω μαζί σου. Δεν θα σου γίνω βάρος, σου τ΄ορκίζομαι…»

«Καλά, εντάξει…» λέει ο άντρας. «Εντάξει».

Η νεαρή κοπέλα έμεινε στο σπίτι του για αρκετούς μήνες, κι έβγαινε μόνο τη νύχτα για να συναντήσει τον αγαπημένο της, τον στρατιώτη.

Ο ηλικιωμένος άντρας ζητιάνευε και για τους δύο, μάζευε ρούχα για να ζεσταθούν και οι δύο, και την άκουγε υπομονετικά να παραπονιέται για την κακή της τύχη.

Ένα βράδυ φεύγει η νέα, χωρίς να πει λέξη.

Γυρίζει ο γέρος, και μόλις αντιλαμβάνεται πως το κορίτσι δεν είναι εκεί, λέει φωναχτά:

«Καλά, εντάξει…εντάξει».

Δυο μέρες αργότερα, στρατιώτες εισβάλλουν στο σπιτάκι γκρεμίζοντάς του την πόρτα.

«Πώς τόλμησες να βιάσεις την κόρη του βασιλιά;» τον ρωτάνε. «Τρελλάθηκες; Του τα είπε όλα· πώς την κρατούσες φυλακισμένη και πώς κατάφερε να το σκάσει. Τώρα μας έστειλε εδώ ο βασιλιάς για να σου δώσουμε ένα μάθημα που θα σου μείνει αλησμόνητο».

Οι στρατιώτες χτυπούν αλύπητα τον ηλικιωμένο άντρα και κάνουν κομμάτια τα λιγοστά πράγματα που έχει στο φτωχικό του.

«Τι έχεις να πεις;» τπν ρωτάει ο αρχηγός της φρουράς.

«Καλά, εντάξει…εντάξει…» λέει ο γέρος.

Τον περιμένουν, όμως, κι άλλες εκπλήξεις.

Τέσσερις μήνες αργότερα ξανάρχονται οι στρατιώτες και τον παίρνουν σηκωτό στο παλάτι.

Εκεί ο βασιλιάς διατάζει να τον σύρουν μπροστά του.

«Η κόρη μου μου διηγήθηκε πως είχες το θράσος να τη βιάσεις και να την αφήσεις έγκυο, καταραμένε γεροδιάβολε. Πολύ θα ήθελα να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, ξέρω όμως ότι δεν με συμφέρει.

Σε λίγο θα γεννηθεί το μούλικο που έχει η κόρη μου στην κοιλιά της. Ούτε μπορώ να το αποφύγω ούτε κι εκείνη θα μ’ αφήσει να το σκοτώσω, οπότε εσύ, κατακάθι της κοινωνίας, θα το αναλάβεις και καλά θα κάνεις να μην αποκαλύψεις ποτέ την καταγωγή του, γιατί τότε θα σου κόψω τη γλώσσα και θα σου βγάλω τα μάτια. Κατάλαβες;»

«Καλά, εντάξει…εντάξει…» επαναλαμβάνει ακόμη μια φορά ο ηλικιωμένος.

Πράγματι, μόλις γεννήθηκε το παιδί, μια υπηρέτρια της πριγκίπισσας το βάζει σ’ ένα καλάθι κα το αφήνει στο σπίτι του γέρου.

Χωρίς να πει λέξη, ο ηλικιωμένος αναλαμβάνει το παιδί, το προσέχει, το ταΐζει, του μαθαίνει ένα σωρό πράγματα και φροντίζει να μην του λείψει τίποτα επί πέντε χρόνια.

Ένα πρωί, χαράματα, χτυπάει η πόρτα του γέρου. Είναι η πριγκίπισσα. Δίπλα της, ένας νέος και ωραίος στρατιώτης την κρατάει από το μπράτσο με σκυμμένο το κεφάλι.

«Βρήκα το θάρρος και είπα στον πατέρα μου όλη την αλήθεια» λέει η νέα, «κι εκείνος με συγχώρεσε κι έδωσε την άδειά του για να παντρευτούμε…»

Ο γέρος, σιωπηλός, κοιτάζει το παιδί σαν να ξέρει τι θα επακολουθήσει.

«Ήρθαμε να πάρουμε το παιδί μας. Αυτός θα είναι ο μελλοντικός βασιλιάς…και, όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει εδώ μαζί σου.»

Ο γέρος βάζει με μεγάλη τρυφερότητα ένα παλτό στους ώμους του παιδιού και το παίρνει από το χέρι για να το πάει στους γονείς του.

Ο νεαρός στρατιώτης κάτι πάει να πει, ο γέρος όμως με μια κίνηση του γνέφει να μην πει τίποτα, και επαναλαμβάνει: «Καλά, εντάξει….εντάξει.»

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος της Πνευματικότητας» από τις εκδόσεις opera/animus

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα