Ψηλά στα όρη του Κουρδιστάν υπάρχει ένας τόπος όπου τα κοράκια πετάν ελεύθερα και το χιόνι φλερτάρει με τον ήλιο.
Εκεί ζούσε κάποτε ένας γενναίος άνδρας που τον έλεγαν Φαράντ. Ο Φαράντ αγαπούσε την πριγκίπισσα Σίριν, εκείνη όμως ούτε που τον γνώριζε.
Μάταια ο Φαράντ προσπαθούσε να βρει τρόπο για να κερδίσει την καρδιά της. Ήταν βλέπετε λιθοτόμος κι εκείνη από βασιλική γενιά.
Απελπισμένος, πήγαινε στα βουνά και περνούσε τις μέρες του δίχως να τρώει. Έπαιζε μόνο στη φλογέρα του τραγούδια αγάπης που εξυμνούσαν την Σίριν.
Τελικά οι συγχωριανοί του σκαρφίστηκαν ένα σχέδιο για να μάθει η πριγκίπισσα πόσο πολύ την αγαπούσε ο νεαρός.
Κανόνισαν να τον δει και τότε πράγματι η αγάπη που θέριευε μέσα του την άγγιξε βαθιά. Δεν ήταν όμως τολμηρό ένας απλός εργάτης να φιλοδοξεί να κερδίσει το χέρι μιας πριγκίπισσας;
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Σάχης άκουσε τις φήμες που κυκλοφορούσαν γι’αυτή την ασυνήθιστη αγάπη.
Όπως ήταν φυσικό, στην αρχή θύμωσε, αλλά επειδή δεν είχε άλλο παιδί από τη Σίριν που έλιωνε από αγάπη, πρότεινε ο αγαπημένος της, που ήταν από κοινή γενιά, να ολοκληρώσει έναν άθλο που κανείς θνητός δεν θα κατάφερνε ποτέ. Μόνο τότε θα άξιζε την εύνοιά του.
Ο άθλος ήταν να σκάψει ένα κανάλι στα βράχια ανάμεσα στους λόφους. Το κανάλι έπρεπε να έχει πλάτος όσο έξι λόγχες, βάθος τρεις και μήκος σαράντα!
Η πριγκίπισσα είπε στον Φαράντ τι είχε αποφασίσει ο πατέρας της κι εκείνος αμέσως πήρε παραμάσχαλα την αξίνα του και κίνησε για τα βουνά, για να ξεκινήσει το γιγαντιαίο άθλο. Για χρόνια εργαζόταν σκληρά. Ξεκινούσε τη δουλειά του νωρίς το πρωί, πριν ακόμα χαράξει, και δεν σταματούσε παρά μόνο όταν σκοτείνιαζε.
Διαβάστε επίσης: “Το Μαγαζί της Αλήθειας” μια διδακτική ιστορία από τον Χόρχε Μπουκάι
Η Σίριν τον επισκεπτόταν στα κρυφά και τον παρατηρούσε ενόσω κοιμόταν πάνω στις πέτρες με την αξίνα για προσκεφάλι. Με το βλέμμα της αγάπης που χαρακτηρίζει έναν ερωτευμένο πρόσεξε ότι ανά πέντε μέτρα ο Φαράντ σκάλιζε τη μορφή της πάνω στα βράχια.
Μετά από πολλά χρόνια το κανάλι επιτέλους ολοκληρώθηκε. Ο άθλος του όμως δεν είχε τελειώσει. Φαράντ έπρεπε να σκάψει επίσης ένα πηγάδι στις βραχώδεις παρυφές των βουνών. Εκεί που κόντευε να τελειώσει, ο Σάχης ζήτησε τη συμβουλή των αξιωματούχων του επειδή το τέχνασμά του είχε αποτύχει.
Ο Φαράντ τα είχε καταφέρει και σύντομα θα έπρεπε να του δώσει την άδεια να παντρευτεί την κόρη του.
Οι βεζίρηδες πρότειναν να στείλουν μια γριά στον Φαράντ που θα του ανακοίνωνε ότι η Σίριν είχε πεθάνει. Τότε ίσως ο άνδρας να καταρρακωνόταν συναισθηματικά και να τα παρατούσε. Οι πιθανότητες να πετύχει το ανέντιμο τέχνασμα ήταν μεγάλες και ο Σάχης συμφώνησε. Πράγματι, μια γριά πήγε και βρήκε τον Φαράντ και κλαίγοντας γοερά του είπε τα καθέκαστα.
«Θρηνώ για κάποια που πέθανε», του είπε, «αλλά και για σένα».
«Τι εννοείς;» ζήτησε να μάθει ο Φαράντ.
«Γενναίε μου άντρα», συνέχισε η γριά, «εδώ και χρόνια εργάζεσαι σκληρά και με επιμονή. Αλίμονο, φοβάμαι πως οι κόποι σου πήγαν χαμένοι. Η αγαπημένη σου ειναι νεκρή!»
«Μιλάς για τη Σίριν;» φώναξε έκπληκτος άνδρας.
Τόσο μεγάλη ήταν η θλίψη του που με την αξίνα του έκοψε το ίδιο του το κεφάλι και πέθανε μέσα στο ίδιο του το αίμα.
Όταν η Σίριν το έμαθε, έτρεξε αμέσως στα βουνά για να βρει τον εκλεκτό της καρδιάς της που τόσο πολύ τον είχαν αδικήσει.
Με την αιχμηρή αξίνα του λαβώθηκε και η ίδια στο κεφάλι, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου κειτόταν εκείνος.
Νερό ποτέ δεν κύλισε μέσα στο κανάλι, αλλά οι δυο τους θάφτηκαν στον ίδιο τάφο.
Ψηλά στα όρη του Κουρδιστάν υπάρχει ένας τόπος όπου αναπαύονται οι δύο νέοι.
Η Σίριν και ο Φαράντ κείτονται δίπλα ο ένας στον άλλο.
Στο τόπο αυτό φτάνει κανείς μόνο την άνοιξη, τότε που τα χιόνια λιώνουν και τα μάγουλα των κοριτσιών ροδίζουν.
Για να τους βρεις, ζήτα από το κοράκι να σου δείξει το δρόμο….
Απόσπασμα από το βιβλίο «Σοφές Ιστορίες Αγάπης» από τις εκδόσεις Αρχέτυπο