Ο Βέλγος φιλόσοφος Πασκάλ Σαμπό αποκαλεί την εξουθένωση «ασθένεια του πολιτισμού». Σίγουρα είναι σύμπτωμα της σύγχρονης εποχής. «Δεν είναι μόνο μια ατομική διαταραχή η οποία επηρεάζει μερικά άτομα που δεν ταιριάζουν με το σύστημα, ή που είναι υπερβολικά ευσυνείδητα, ή που δεν ξέρουν πώς να θέσουν όρια στην επαγγελματική τους ζωή», γράφει. «Είναι επίσης μια διαταραχή που, σαν καθρέφτης, αντικατοπτρίζει μερικές υπερβολικές αξίες της κοινωνίας μας».
Η Μαρί Όσμπεργ, καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, περιγράφει την εξουθένωση σαν «ένα χωνί εξάντλησης» στο οποίο γλιστράμε καθώς παραιτούμαστε από πράγματα που δεν θεωρούμε σημαντικά.
«Συχνά, τα πρώτα πράγματα από τα οποία παραιτούμαστε είναι εκείνα που μας γεμίζουν περισσότερο αλλά φαίνονται «προαιρετικά», γράφουν ο Μαρκ Γουίλιαμς και ο Ντάνι Πένμαν στο “Συνειδητότητα: Ένα Πρόγραμμα Οκτώ Εβδομάδων για να βρει Κανείς τη Γαλήνη σ’έναν Φρενήρη Κόσμο”. «Το αποτέλεσμα είναι ότι όλο και περισσότερο μας μένει μόνο η δουλειά και άλλες στρεσογόνες ασχολίες που συχνά μας στραγγίζουν, αλλά τίποτα για να μας αναζωογονήσει ή να μας ενισχύσει – και η εξάντληση είναι το αποτέλεσμα».
Ο Φρέντερικ Μπίχνερ λέει:
«Αν με καλούσαν να περιγράψω με λίγα λόγια την ουσία όλων όσων προσπαθούσα να πω τόσο ως μυθιστοριογράφος όσο και ως πάστορας, θα ήταν περίπου το εξής: Ακούστε τη ζωή σας. Αντιμετωπίστε τη σαν το απύθμενο μυστήριο που είναι. Στην ανία και στον πόνο της, όχι λιγότερο απ’ό,τι στον ενθουσιασμό και στη χαρά της· με την αφή, τη γεύση, την όσφρηση προσπαθήστε να φτάσετε στην ιερή και κρυμμένη καρδιά της, επειδή, σε τελευταία ανάλυση, όλες οι στιγμές είναι στιγμές – κλειδιά, και η ίδια η ζωή είναι χάρη».
Η υπερκόπωση, το στρες και η κατάθλιψη έχουν γίνει παγκόσμιες επιδημίες.
Η λέξη «στρες» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με τη σύγχρονη έννοιά της το 1936 από τον γιατρό Χανς Σέλιε. Σημαίνει «τη μη συγκεκριμένη αντίδραση του σώματος σε μια εξωτερική πιεστική κατάσταση», όπως το έθεσε η ανοσολόγος Έσθερ Στέρνμπεργκ στο βιβλίο της “Χώροι θεραπείας: Η Επιστήμη του Τόπου και της Ευεξίας”:
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι χρησμοποιούσαν μια λέξη με παρόμοια έννοια – stringere, «σφίγγω γερά», «γδέρνω», «αγγίζω» ή «τραυματίζω». Όταν η λέξη μπήκε στην αγγλική γλώσσα τον δέκατο τέταρτο αιώνα, συνέχισε να αναφέρεται σε σωματικά προβλήματα που οφείλονταν στο περιβάλλον.
Τον δέκατο ένατο αιώνα, η λέξη είχε αρχίσει να παίρνει μια έννοια που συνδύαζε τις φυσικές επιδράσεις του σώματος σ’αυτές.
Έπειτα, το 1934, ο φυσιολόγος Γουόλτερ Μπ. Κάνον έδειξε ότι τα ζώα παράγουν αδρεναλίνη ως αντίδραση σε τέτοια στρεσογόνα ερεθίσματα. Αυτό ήταν η πρώτη απόδειξη ότι το φυσικό περιβάλλον μπορούσε να πυροδοτήσει μια σωματική αντίδραση. Ο Σέλιε προχώρησε την έννοια αυτή ένα βήμα παραπέρα, δείχνοντας ότι πολλές άλλες ορμόνες παράγονταν ως αντίδραση στο στρες και ότι αυτές μπορούσαν να έχουν διαρκείς επιπτώσεις στο σώμα.
Το τι προκαλεί το στρες στο σώμα μας είναι βαθιά υποκειμενικό. Θα ‘λεγε κανείς ότι το στρες πλανιέται μονίμως κάπου γύρω μας γυρεύοντας κάτι – ή κάποιον – για να προσγειωθεί. Και συχνά προσγειώνεται πάνω σε εντελώς συνηθισμένα και ασήμαντα πράγματα. Συνειδητοποιούμε πόσο συνηθισμένα και ασήμαντα είναι – και ανάξια της προσοχής μας και οπωσδήποτε του στρες μας – μόνο όταν κάτι αληθινά σημαντικό παρεισφρήσει στη ρουτίνα μας: η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η ασθένεια ή κάποιος φόβος για την υγεία μας. Το δε μεγαλύτερο όπλο κατά του στρες, όπως είπε και ο Γουίλιαμ Τζέιμς, είναι η ικανότητά μας να επιλέξουμε μία σκέψη αντί για μία άλλη».
Απόσπασμα από το βιβλίο της Arianna Huffington «Δες τη Ζωή Αλλιώς» από τις εκδόσεις Διόπτρα