Η ζωή είναι ρυθμός, έγραφε ο Ρούντολφ Στάινερ, κι επειδή και ο χρόνος εξελίσσεται ρυθμικά, είναι στενά συνδεδεμένος με τη ζωή μας.
Με τα μάτια βλέπουμε την επιφάνεια του κόσμου, τα φαινόμενα. Με το αυτί μας όμως ακροαζόμαστε βαθιά, μέχρι τις ρίζες της ζωής μας. Ωε προς αυτό, τα «φαινομενικά» μάτια αντιπαρατίθενται στα «ριζικά» αυτιά, πράγμα που βασικά δεν κάνει τα αυτιά καλύτερα από τα μάτια, αλλά δείχνει μόνο ότι χρησιμοποιούμε τ’αυτιά με διαφορετικό, βαθύτερο τρόπο.
Η σχέση μεταξύ των δύο σημαντικότερων αισθητηρίων οργάνων αποκαλύπτεται στις διανθρώπινες σχέσεις. Βλέπουμε κι ακούμε ο ένας τον άλλον. Βλέποντας ερχόμαστε σε επαφή, ακούγοντας μπορούμε να αλληλοκατανοηθούμε.
Η διαφορετική αντίδραση της κοινωνίας στην τύφλωση και την κώφωση δείχνει πόσο βαθύτερα μας επηρεάζει η ακοή. Βάσει της ισχύουσας εκτίμησης, θεωρούμε την τύφλωση πολύ χειρότερη, αλλά στην καθημερινή πρακτική αποδείχνεται ευκολότερα ανεκτή.
Με την απώλεια της ακοής χάνουμε τη δυνατότητα συντήχησης, και μ’αυτήν, τη συναίσθηση της ζωής, πράγμα που προκαλεί ψυχικές διαταραχές που φτάνουν στην κατάθλιψη. Η κώφωση συμβαδίζει με αναισθησία. Ένα αναίσθητο χέρι δεν νιώθει τίποτε πια, ένα «κουφάλογο» είναι ανίκανο για οτιδήποτε. Υπάρχει και η παροιμία που υπονοεί ότι η ακοή κι η αίσθηση έχουν την ίδια σημασία: «Όποιος δεν θέλει ν’ακούσει, πρέπει να νιώσει».
Χάνοντας την ακοή, ζούμε σ’ένα κόσμο δίχως ήχο. Το αίσθημα της απόρριψης, του περιθωρίου με τη χειρότερη έννοια, είναι κάτι αδύνατο να το αντέξει κανείς. Όπως στην αρχή της Δημιουργίας βρίσκεται ένας ήχος, έτσι και κάθε ον ακούει εξ αρχής τους κτύπους της μητρικής καρδιάς. Η σημασία αυτού του δεύτερου ομφάλιου λώρου είναι γνωστή σε κάθε μητέρα που, αυθόρμητα, διαισθητικά, σφίγγει το ανήσυχο παιδί στην καρδιά της.
Κατά το θηλασμό, αυτός ο γνώριμος ήχος καθησυχάζει το παιδί. Κάθε οικογένεια χήνας εφαρμόζει αυτή την αρχή: η μητέρα κοάζει ασταμάτητα, κι όσο τα μικρά την ακούνε, όλα πάνε καλά. Μόλις ο ήχος της φωνής εξασθενίσει, τρέχουν κοντά της.
Στην κώφωση, αλλά και στη βαρυκοΐα, η εντολή λέει να σταματήσεις, να ακροαστείς προς τα έξω, περιμένοντας από κει τις απαντήσεις. Δεν υπακούς πια στην εξωτερική αλλά στην εσωτερική φωνή, τη μόνη που μας επιτρέπουν πια τα συμπτώματά μας. Απαιτείται να βρεθεί ο εσωτερικός ρυθμός.
Πρόκειται εκ φύσεως για επιταγή της ωριμότερης ηλικίας, και γι’αυτό ακριβώς η ασθένεια πλήττει αυτή την κατηγορία.
Όποιος σε προχωρημένη ώρα επιμένει να προσανατολίζεται μόνο προς τα έξω, πρέπει να υπολογίζει ότι θα τον εξαναγκάσει η μοίρα του να διορθωθεί. Αυτό συμβαίνει με το κλείσιμο του εξωτερικού αυτιού.
Η δική μας, εσωτερική φωνή είναι ανεξάρτητη από το φυσικό αυτί και σε ακραίες περιπτώσεις απομένει ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με τον έξω κόσμο.
Αυτό μπορείς να το βιώσεις είτε ως δράμα είτε ως ευκαιρία.
Με την ευκαιρία αυτή ας σκεφθούμε τους συνθέτες Μπετόβεν και Σμέτανα, που, παρά την εξωτερική τους κώφωση, συνέθεσαν θεϊκή μουσική, την οποία άκουγαν μέσα τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ρύντιγκερ Ντάλκε «Η Ασθένεια ως Γλώσσα της Ψυχής» από τις εκδόσεις Πύρινος Κόσμος