Μόνο “κάποιος” που επιθυμεί να δει τον εαυτό του απαλλαγμένο από τα ανεπίγνωστα μοτίβα του παρελθόντος, επιθυμεί να αλλάξει.
Αυτή η επιθυμία όμως μπορεί να αποτελέσει πολλές φορές αφορμή για εσωτερικούς διαλόγους αυτοκριτικής και αυτοαπόρριψης: “Γιατί δεν τα καταφέρνω;”, “Γιατί υποφέρω ακόμα;”, “Γιατί οι αρνητικές σκέψεις συνεχίζουν να έρχονται;”, “Γιατί δεν μπορώ να ελέγξω τα συναισθήματά μου;”, κ.ά.
Κάθε φορά που παρατηρούμε να συμβαίνει μέσα μας ένας τέτοιος διάλογος, μπορούμε να τον αναγνωρίζουμε ως άλλη μια ανεπίγνωστη δραστηριότητα του νου.
Έχοντας υπόψη μας τα όσα έχουμε πει για την αποταύτιση, ας αναρωτηθούμε: “Ποιος είναι αυτός που δεν τα καταφέρνει;”
“Ποιος είναι αυτός που υποφέρει;”
Η αυθόρμητη απάντηση σ’ αυτές τις ερωτήσεις θα είναι πάντα “εγώ”, αλλά τώρα γνωρίζουμε πώς να αποκαλύψουμε την απατηλή φύση αυτού του “εγώ”.
Σε κάθε περίπτωση θα δούμε ότι δεν υπάρχει “κάποιος” που να μην τα καταφέρνει ή που να υποφέρει. Υπάρχουν μόνο οι σκέψεις, ένα σύμπτωμα ή μια συνήθεια, που επαναλαμβάνεται αυτόματα από το σώμα και το νου για πολλοστή φορά.
Όσο περισσότερο εξοικειωνόμαστε με την παρατήρηση και την αποταύτιση, τόσο γρηγορότερα θα λαμβάνουμε επίγνωση της εμφάνισης μιας συνήθειας (σκέψης, στάσης, συναισθήματος ή συμπεριφοράς) που έρχεται από το παρελθόν.
Στην αρχή μπορεί να περάσουν μέχρι και αρκετές μέρες μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι κάτι που είπαμε δεν το είπαμε επειδή το εννοούσαμε, αλλά ήταν μια αυτόματη ανεπίγνωστη αντίδραση του σώματος και του νου. Με τον καιρό, το χρονικό αυτό διάστημα θα μικραίνει, μέχρι που θα αποκτάμε επίγνωση μιας αυτόματης αντίδρασης τη στιγμή που αυτή θα εμφανίζεται. Τότε θα έχουμε τη συνειδητή επιλογή να αφήσουμε το σώμα και τον νου να λειτουργήσουν ελεύθερα, χωρίς να επαναληφθούν πάλι οι αυτόματες αντιδράσεις του παρελθόντος.
Από τη στιγμή που θα κατανοήσουμε τι είμαστε και τι σημαίνει να ζούμε συνειδητά, καμία εμπειρία στη ζωή μας δεν θα μπορεί να κριθεί από τον νου ως προβληματική.
Μπορεί μια κατάσταση να αποτελεί πρόκληση, αλλά δεν θα αποτελεί αιτία δυστυχίας όπως συνέβαινε παλιότερα, όταν αντιστεκόμασταν στην πραγματικότητα και προσωποποιούσαμε τις εμπειρίες.
Η επίγνωση προγραμματίζει ξανά τον νου στο να είναι πιο δεκτικός απέναντι στη μορφή που παίρνει το παρόν. Και αν το παρόν περιλαμβάνει την εμφάνιση ενός συμπτώματος ή μιας συνήθειας, η επίγνωση απλώς παρατηρεί την κατάσταση. Δεν κρίνει λέγοντας “δεν θα ήθελα να συμβαίνει αυτό”.
Αυτό, όπως είπαμε, αποτελεί μια δραστηριότητα του νου που προέρχεται από τον ψευδή εαυτό (“δεν θα ήθελα {εγώ} να συμβαίνει αυτό”, αλλά αυτό το “εγώ” δεν υπάρχει).
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπάτρα “Επίγνωση” από τις εκδόσεις iwrite.gr