Ένα δύσκολο περιστατικό στη ζωή του Γκάντι

Ένα δύσκολο περιστατικό στη ζωή του Γκάντι

Ο Μπάπου έζησε τη ζωή του μέσα στην απόλυτη απλότητα γιατί πίστευε ότι ο ένας δεν αξίζει περισσότερα από τον άλλον.
Όταν ήταν πιο νέος, ωστόσο, δεν σκεφτόταν έτσι. Όσο σπούδαζε νομικά στο Λονδίνο, έραψε ένα κομψό κοστούμι στην Μποντ Στριτ για να συμβαδίζει με τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης.
Έκανε ακόμα και μαθήματα χορού και αγόρασε βιολί στην προσπάθειά του να γίνει ένας σωστός Άγγλος τζέντλεμαν.

Αργότερα, πήγε να εξασκήσει τη νομική στη Νότια Αφρική, και για μια υπόθεση χρειάστηκε να ταξιδέψει στην Πρετόρια μία νύχτα με το τρένο.
Μπήκε στο βαγόνι της πρώτης θέσης με το ανάλογο εισιτήριο, αλλά ένας ψηλός, αγενής λευκός αντέδρασε σκαιά στην παρουσία του εκεί.
“Πάρε δρόμο κούλι!” φώναξε ο άντρας, χρησιμοποιώντας τη ρατσιστική ύβρη της εποχής.

“Έχω εισιτήριο πρώτης θέσης”, απάντησε ο παππούς μου.

“Δεν με νοιάζει τι έχεις. Αν δεν κατέβεις, θα φωνάξω την αστυνομία”.

“Αυτό είναι δικαίωμά σας”, ήταν η απάντηση του παππού μου. Κάθισε ήρεμα, αρνούμενος να πάει στην τρίτη θέση για τους μη λευκούς.

Ο ελεγκτής βγήκε από το τρένο κι επέστρεψε με έναν αστυνομικό κι έναν υπάλληλο του σταθμού. Οι τρεις τους πέταξαν κυριολεκτικά τον Παππού από το τρένο.
Με χαιρέκακα χαμόγελα, πέταξαν πίσω του και τις αποσκευές του κι έκαναν σήμα στο τρένο να ξεκινήσει.

Ο παππούς μου έμεινε όλη νύχτα στην παγωμένη αποβάθρα του σταθμού, τρέμοντας από το κρύο, να σκέφτεται τι έπρεπε να κάνει.

“Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς γίνεται οι άνθρωποι να νιώθουν περήφανοι με την ταπείνωση των συνανθρώπων τους”, έγραψε αργότερα.

Εκείνη η ατελείωτη νύχτα στην αποβάθρα μπορεί να ήταν η πρώτη στιγμή που ο Μπάπου συνειδητοποίησε ότι πρέπει να υπερασπίζεσαι τη γνώμη σου.
Το να ενδίδεις στις προσδοκίες των άλλων δεν σου προσφέρει ούτε ευτυχία ούτε πληρότητα – και δεν κάνει τον κόσμο καλύτερο.

Λίγες μέρες μετά το περιστατικό, ξεκίνησε να μιλά εναντίον του ρατσισμού με τρόπο που ενέπνευσε τον κόσμο να ανταποκριθεί. Άρχισε να γράφει για τα δεινά των Ινδών στη Νότια Αφρική και καταδίκασε τις πολιτικές προκατάληψης του κράτους.

Μέχρι να επιστρέψει στη Νότια Αφρική λίγα χρόνια αργότερα, ο παππούς μου είχε γίνει διάσημος για την ισχυρή του θέση ενάντια στο απαρτχάιντ.
Έφτασε στο λιμάνι με δύο καράβια γεμάτα Ινδούς εργάτες. Η κυβέρνηση ήξερε ότι θα δημιουργούνταν προβλήματα, μιας και οι λευκοί δεν ήθελαν τους μετανάστες, κι έγινε έξαλλη με τον παππού μου που υποστήριζε τα δικαιώματα όλων των λαών.

Η κυβέρνηση δεν άφησε κανέναν να αποβιβαστεί για σχεδόν δύο εβδομάδες. Όταν ο παππούς μου τελικά κατέβηκε από το καράβι, ένας όχλος του επιτέθηκε, τον ξυλοκόπησε και τον άφησε αιμόφυρτο. Θα τον είχαν σκοτώσει αν δεν κατάφερνε να φτάσει στο σπίτι ενός φίλου, όπου τον περίμεναν η γυναίκα και οι γιοι του (και ο πατέρας μου).

Ήξερε ότι το να μιλά άφοβα για τις αδικίες του κόσμου ήταν επικίνδυνο, αλλά εκείνη τη στιγμή πήρε την απόφαση ότι αυτό δεν θα τον σταματούσε ποτέ. Ο πόνος αυτής της εμπλοκής ήταν πολύ ασήμαντος μπροστά στον απώτερο σκοπό.

Μία επιπλέον έκπληξη σε αυτή την ιστορία ήταν όταν η αστυνομία συνέλαβε μερικούς από τους άντρες που είχαν ηγηθεί της επίθεσης στον παππού μου. Οι αστυνομικοί ζήτησαν από τον Μπάπου να καταθέσει μήνυση ώστε να μπορέσουν να απαγγελθούν κατηγορίες. Αρνήθηκε.

“Τότε πρέπει να τους αφήσω ελεύθερους”, είπε έκπληκτος ο αρχηγός της αστυνομίας.
“Δεν με πειράζει”, είπε ο παππούς μου.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Arun Gandhi “Μαχάτμα Γκάντι Το δώρο του Θυμού” από τις εκδόσεις Διόπτρα

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα