Ο Έμπορος
Του Ιωάννη Χατζηαντωνάκη
Ο Σολοβάιδ στάθηκε στην κεντρική πλατεία, στο πιο πολυσύχναστο μέρος μιας μικρής πόλης, για να στήσει τον πάγκο του και να πουλήσει. Ο πάγκος, ωστόσο, δεν θα γέμιζε με κάτι, γιατί ο νεαρός πωλητής θα τον χρησιμοποιούσε μόνο και μόνο, για να τραβήξει την προσοχή του κόσμου. Κι όμως ήξερε πως ακόμα και με τον πάγκο του άδειο θα πούλαγε. Πάντα πούλαγε. Πάντα κατάφερνε να δελεάσει τον πιο υποψιασμένο, τον πιο καχύποπτο.
Ήταν νωρίς το πρωί και ο αέρας ήταν καθαρός, ο καιρός ζεστός και τα μαγαζιά τριγύρω όμορφα στολισμένα. Οι άνθρωποι ήταν χαλαροί, οι ρυθμοί φυσιολογικοί, ενώ ένα κύμα ευδιαθεσίας κυμάτιζε σε όλες τις δραστηριότητες. Ο έμπορος φόραγε ένα σκούρο παντελόνι, ένα γαλάζιο ριγέ πουκάμισο και μαύρα παπούτσια. Τα μαλλιά του ήταν καστανόξανθα και τα μάτια του καφέ με αποχρώσεις πράσινου.
Σε αντίθεση με τις δραστηριότητές του στο παρελθόν, ο Σολοβάιδ είχε βάλει αυτή τη φορά κι ένα προσωπικό στοίχημα. Θα άλλαζε παντελώς την ουσία και την ποιότητα των υπηρεσιών του. Έτσι, πέταξε τα σύνεργα καταγής και στρώθηκε στη δουλειά. Τα ξύλα εφάρμοζαν κι έδεναν τέλεια μεταξύ τους. Πέρασε τα σχοινιά με μαεστρία, σήκωσε και μια πολύχρωμα τέντα, πιο πολύ για να ομορφύνει το παρουσιαστικό του πάγκου του, παρά για να προστατευτεί από κάτι, και μέσα σε μία ώρα ήταν έτοιμος. Στο τέλος, τοποθέτησε και μερικά κεριά, τα οποία θα άναβε το βράδυ. Το ρεύμα ήταν πρωτοεμφανιζόμενο σ’ εκείνα τα μέρη, αλλά έτσι κι αλλιώς είχε σκοπό να δημιουργήσει ατμόσφαιρα.
«Καλημέρα, νεαρέ μου. Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Καλημέρα και σε εσάς. Με λένε Σολοβάιδ».
«Σε παρακολουθούσα και βλέπω πως τα κατάφερες γρήγορα – γρήγορα. Το μόνο που σου έχει μείνει τώρα είναι να μας δείξεις και τα προϊόντα σου».
«Μα, δεν έχω προϊόντα. Δεν θα πουλήσω πράγματα!»
«Αλλά τότε, τι;»
«Ξέρετε, η πόλη σας είναι τυχερή, γιατί αυτό που θα έχετε όλοι σας είναι κάτι που σε κανέναν δεν το έχω προσφέρει τόσο άμεσα. Αγαπητέ κύριε, μπορείτε να μου ζητήσετε να σας εκπληρώσω μία επιθυμία σας».
«Μία επιθυμία μου; Αστειεύεσαι, έτσι δεν είναι;»
«Γιατί δεν δοκιμάζετε;» τον ρώτησε ο Σολοβάιδ. «Αλλά προσέξτε! Μία και μοναδική…»
«Εντάξει λοιπόν, με έπεισες. Θα ήθελα ένα ολοκαίνουριο σκούρο γκρι κουστούμι, από το καλύτερο ύφασμα, το πιο ακριβό που έχει ραφτεί ποτέ στον κόσμο. Για να δω, εάν θα μπορέσεις να καταφέρεις κάτι τέτοιο».
«Γιατί δεν γυρίζετε σπίτι σας; Είναι εκεί και σας περιμένει!»
Ο μεσήλικας άντρας βρέθηκε να τον κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ο πωλητής είχε τόση αυτοπεποίθηση στον τρόπο που τον διαβεβαίωνε ότι η επιθυμία του βρισκόταν στο σπίτι του, που τον έκανε να επιστρέψει, τρέχοντας. Και μέσα σε μερικά λεπτά, ο ίδιος κύριος, με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, με το στήθος του να πάλλεται και το στόμα του στεγνό από το λαχάνιασμα, τον κοίταζε πάλι με γουρλωμένα μάτια, κρατώντας αυτή τη φορά όμως κι ένα πανάκριβο κουστούμι. Το πιο ακριβό κουστούμι που είχε ραφτεί ποτέ στον κόσμο, όπως θα διαπίστωνε αργότερα.
«Δεν το πιστεύω! Δεν το πιστεύω!» φώναζε από ενθουσιασμό, μπροστά στον άδειο πάγκο του Σολοβάιδ.
Οι φωνές, όπως ήταν αναμενόμενο, τράβηξαν την προσοχή κι ενός άλλου κυρίου, μιας και όσο έλειπε ο πρώτος, κανείς δεν είχε επισκεφτεί έναν αδειανό πάγκο.
«Τι δεν πιστεύετε; Τι είναι το τόσο υπέροχο που σας συνέβη και το διατυμπανίζετε με τόση χαρά;»
«Να, ζήτα του ότι θες. Οτιδήποτε!»
Κι έτσι και ο δεύτερος κύριος γύρισε προς τον νεαρό πωλητή και του ζήτησε ένα καινούριο αμάξι, μόνο και μόνο για να εξαφανιστεί προς το σπίτι του και να επιστρέψει κι εκείνος χαρούμενος, αφού η επιθυμία του είχε πραγματοποιηθεί.
«Γιατί του πρόσφερες κάτι τόσο ακριβό;» ρώτησε τον Σολοβάιδ εκνευρισμένος ο πρώτος κύριος.
«Γιατί αυτό μου ζήτησε!»
«Εντάξει, τότε. Θέλω κι εγώ τέσσερα αυτοκίνητα, τα καλύτερα στον κόσμο, να με περιμένουν έξω από το σπίτι μου!» του είπε επιτακτικά.
«Λυπάμαι, πολύ. Όπως είπα, μόνο μία ευχή για τον καθένα!»
Ο πρώτος πελάτης τον κοίταζε με τόσο θυμό, σαν να τον είχε κλέψει ο έμπορος. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και οι φλέβες του είχαν πεταχτεί, όπως έσφιγγε τα χέρια του. Ξεκίνησε να βρίζει τον Σολοβάιδ, να κουνάει πέρα δώθε τα χέρια και να απειλεί Θεούς και δαίμονες, εάν δεν του εκτελούσε κι άλλη μια επιθυμία. Κόσμος μαζεύτηκε, λόγια ειπώθηκαν και οι δυνατότητες του νεαρού εμπόρου άρχισαν να διαδίδονται. Πρώτη από όλους πρόλαβε μια γυναίκα, κοντά στα τριάντα της και, τραβώντας ελαφρά τον Σολοβάιδ από τον γιακά, έφερε το στόμα της κοντά στο αφτί του.
«Αν είναι αλήθεια αυτό που άκουσα, θέλω εκείνος ο άντρας, με το καρό πουκάμισο και το καφέ παντελόνι, να παρατήσει τη γυναίκα του και να με ερωτευτεί παράφορα».
Ο Σολοβάιδ έστριψε λίγο το κεφάλι του, για να επιβεβαιώσει το αντικείμενο του πόθου της γυναίκας κι ύστερα, κοντά στο αφτί της, την ρώτησε διακριτικά. «Γιατί αυτόν που είναι παντρεμένος και όχι κάποιον άλλον; Σίγουρα θα υπάρχουν ομορφότεροι στην πόλη σας…Και δεν χρειάζεται να είναι μόνο ένας!». Έκλεισε τη φράση του με υπονοούμενο, αν και ήταν σίγουρος για τα λόγια που θα ακολουθούσαν.
«Μπορείς να το κάνεις ή βλακείες λένε οι άλλοι που άκουσα;». Αν και κοντά στο αφτί του, η γυναίκα σχεδόν του φώναξε.
«Μα επειδή μπορώ, σε ρωτάω. Είσαι σίγουρη, λοιπόν;»
«Ε, καν’ το άνθρωπέ μου!»
«Πήγαινε, μίλα του…»
Ο κόσμος άρχισε να συνωστίζεται και να σπρώχνεται γύρω από τον πάγκο του εμπόρου. Ήταν όλοι τους τόσο αφοσιωμένοι στην επιθυμία, στο απωθημένο, στον κρυφό πόθο που τόσο καιρό έκρυβαν μέσα τους που έμοιαζαν σαν τους περιπλανημένους στην έρημο που έβρισκαν για πρώτη φορά νερό, μετά από αρκετές μέρες. Κι έτσι, κανείς τους δεν πρόσεξε τη γυναίκα που μόλις είχε απομακρυνθεί, να έχει αγκαλιάσει το αντικείμενο του πόθου της και να φιλιούνται σαν να επρόκειτο η γη να σταματήσει να γυρίζει την επόμενη στιγμή. Παρά τις εκκλήσεις του Σολοβάιδ και τις διαβεβαιώσεις του πως θα μείνει στην πόλη για όσο τον χρειάζονταν, ο χαμός ήταν αναπόφευκτος. Η άλλοτε χαλαρή και ευδιάθετη ατμόσφαιρα, η άλλοτε φιλειρηνική και πρόσχαρη διάθεση όλων, είχε μετατραπεί σε έναν αγώνα σπρωξίματος και σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αγώνα πάλης. Ωστόσο, οι παραγγελίες έφταναν η μία μετά την άλλη στον έμπορο κι εκείνος με την σειρά του μέσα σε δευτερόλεπτα τους προέτρεπε πού να πάνε να τις βρουν ή σε ποιο σημείο να κοιτάξουν.
“Ένα καινούριο σπίτι”, “ένα πανάκριβο σαλόνι”, “να είμαι για πάντα νέα ή νέος”, “χρήματα ώστε να μην ξαναδουλέψω ποτέ μου”, “να με αγαπούν όλοι”, “θέλω εξουσία”…Οι επιθυμίες του ενός, γίνονταν ιδέες για τον επόμενο, που σκαρφιζόταν κάτι, για να υπερκεράσει τις υπόλοιπες.
«Μπορώ κι εγώ να ζητήσω δόξα και αναγνώριση, αλλά ακόμα περισσότερη από τον προηγούμενο;»
«Μπορώ να σας εκπληρώσω τα πάντα!»
Μέχρι το βράδυ, όλοι οι κάτοικοι εκείνης της μικρής πόλης γνώριζαν για τον νεαρό θαυματουργό έμπορο, ενώ οι περισσότεροι είχαν εξοφλήσει την επιθυμία τους. Το φως είχε πέσει για τα καλά και ο Σολοβάιδ είχε καταφέρει, να ανάψει τα κεριά του, δίνοντας μια απόκοσμη μορφή στο αισθητά πιο μικρό πλήθος. Οι σκιές των ανθρώπων παιχνίδιζαν και χόρευαν και όπως έπεφταν στο δρόμο, έμοιαζαν σαν μαριονέτες που τις κινεί ένα αόρατο σχοινί. Οι διαξιφισμοί είχαν ελαττωθεί, οι έντονοι διάλογοι ομοίως, ενώ ο πωλητής, ενώ δεν είχε πιει τίποτα, ούτε είχε φάει, φαινόταν σαν να μην τα είχε ανάγκη, σαν να προείχε η εξυπηρέτηση μέχρι και του τελευταίου πελάτη.
Ήταν περίπου τέσσερις τα ξημερώματα και ελάχιστοι άνθρωποι είχαν απομείνει στην ουρά, η οποία επιτέλους, έστω και πολύ αργά, είχε δημιουργηθεί, προσδίδοντας μια αύρα πολιτισμού. Οι τελευταίοι πελάτες του Σολοβάιδ ήταν ένας γεράκος και μια γριούλα. Ο ένας κρατούσε τον άλλον και με πολύ δυσκολία προσπαθούσαν να φτάσουν στον πάγκο. Κανείς δεν έκανε να τους βοηθήσει ή να τους βαστάξει, γιατί ο καθένας έτρεχε να απολαύσει την εκπληρωμένη επιθυμία του. Τα πόδια των ηλικιωμένων έτρεμαν, οι μαγκούρες τους ήταν έτοιμες να διαλυθούν και τα μάτια τους…
Φτάνοντας στον πάγκο, ο Σολοβάιδ μπορούσε να τους δει καθαρά. Ο γέρος είχε τόσο υγρά μάτια που τον περνούσες για μικρό παιδί, ενώ η γυναίκα του έκλαιγε γοερά και παράλληλα οι λυγμοί της, θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να την κάνουν να χάσει την ισορροπία της και να σωριαστεί κάτω επώδυνα. Με το πιο ταπεινό ύφος, με τρεμάμενα χέρια, ο ηλικιωμένος κρατήθηκε από τον πάγκο και παρακάλεσε.
«Το παιδί μας. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, κάνε καλά το παιδί μας! Πεθαίνει! Σε παρακαλώ. Είναι τόσο άρρωστο, που δεν ξέρω καν αν προλάβαμε να φτάσουμε εγκαίρως. Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
«Μπορώ να κάνω τα πάντα», του αποκρίθηκε ο έμπορος. «Κι εσύ καλή μου γιαγιούλα, τι θα ήθελες;»
«Δεν θα ήθελα τίποτα, γλυκό μου αγόρι. Τίποτα! Αυτό είναι το μόνο που θέλουμε με τον άντρα μου».
«Δεν θα ήθελες να είσαι νέα; Ή πιο υγιής; Αφού σας βλέπω πως αγαπιέστε τόσο πολύ, μπορείτε να συνδυάσετε τις ευχές σας σαν αντρόγυνο, κάτι που κανείς μάλιστα δεν έκανε μέχρι τώρα και να πετύχετε την απόλυτη ευτυχία!»
«Πώς να έχω την ευτυχία, εάν δεν ζει το παιδί μου. Τι είναι αυτά που με ρωτάς;»
«Θα μπορείτε να κάνετε και άλλα παιδιά. Να σας δοθούν κι άλλες ευκαιρίες. Πολλές και διαφορετικές. Το μόνο που χρειάζεστε είναι να το σκεφτείτε λίγο παραπάνω και θα γεμίσω τις καρδιές σας με αυτό που λαχταράτε».
«Όχι, σε παρακαλώ, σε θερμοπαρακαλώ…» ενώ ένα νέο κύμα δακρύων έτρεξε από τα μάτια του γέροντα, «…κάνε καλά το γιο μας και μην αφήσεις άλλο το χρόνο να περάσει».
Ο Σολοβάιδ κοίταξε μια ακόμα φορά τη γριά γυναίκα. «Είστε σίγουροι λοιπόν;». Εκείνοι του έγνευσαν. Ο έμπορος έστρεψε για λίγο το βλέμμα του ψηλά. Πέρασαν ελάχιστες στιγμές και τους απηύθυνε ξανά το λόγο. «Ο γιος σας είναι καλά και απόλυτα υγιής. Τόσο υγιής που πιθανόν να απορεί γιατί είναι κρεβατωμένος αυτή τη στιγμή!»
Ο νεαρός έμπορος δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί τόση μεγάλη χαρά σε πρόσωπα άλλων ανθρώπων ποτέ του, ούτε να είχε ακούσει ειλικρινέστερες ευχαριστίες. Ίσως να έφταιγε πως πρώτη φορά πρόσφερε τέτοιου είδους υπηρεσίες. Ωστόσο, δεν μόρφασε, δεν χαμογέλασε, αλλά δεν ήταν και λυπημένος. Τους χαιρέτησε ευγενικά ωστόσο και ξεκίνησε να μαζεύει τον πάγκο του, αφού εκείνοι οι ηλικιωμένοι ήταν και οι τελευταίοι πελάτες του, σηματοδοτώντας το πέρας του πρώτου μέρους του έργου του.
Τότε, η ηλικιωμένη γυναίκα με μάτια ακόμα υγρά, αλλά γεμάτα χαρά, του μίλησε. «Σου φέραμε κάτι να φας. Μάθαμε, αν και κάπως αργοπορημένα, πως από το πρωί είσαι εδώ και σκεφτήκαμε πως θα έχεις πεινάσει. Δεν στα έδωσα αμέσως, διότι ήθελα να προλάβω να σου ζητήσω τη χάρη για το παιδί μου».
«Δεν έχασες όμως πολύτιμο χρόνο, για να μου τα ετοιμάσεις;» τη ρώτησε.
«Μέσα μας πιστεύαμε ότι θα τα καταφέρουμε», του αποκρίθηκε ο άντρας της. «Και δεν αντέχαμε να μην ανταποδώσουμε το απίστευτο καλό που μας έκανες. Τελικά, είχαμε δίκιο».
Αν και ο έμπορος τη διαβεβαίωσε πως ένιωθε χορτασμένος και γεμάτος, η γριά γυναίκα έτεινε το χέρι της, να του τα προσφέρει και, τυχαία, τον άγγιξε. Ένα κύμα αηδίας, μια παραζάλη και μια αίσθηση εμετού την κατέκλυσε. Πήγε να σωριαστεί καταγής, αλλά την πρόλαβε ο άντρας της. Η χαρά χάθηκε από το πρόσωπό της, ξέχασε πως λίγο πριν το παιδί της είχε γίνει καλά χάρη στον έμπορο, ενώ άρχισε να τρέμει ελαφρά και ανεξέλεγκτα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του συζύγου της. Ο τελευταίος την πήρε και την κράτησε στην αγκαλιά του, την έσφιξε και έκανε να της μιλήσει, αλλά δεν υπήρξε απόκριση αρχικά. Ζήτησε συγνώμη από τον έμπορο και βαστάζοντάς την, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι τους. Όπως έφευγαν, κάποια ανεξήγητα λόγια ακούστηκαν…
Μη φοβάσαι γριούλα. Γιατί αυτό που ένιωσες δεν θα το ξανανιώσεις. Εσύ δεν πρόκειται να με ξαναδείς.
Με αυτά τα λόγια ο έμπορος ξεκίνησε να μαζεύει τον πάγκο του και σύντομα περπατούσε, απομακρυνόμενος από την πόλη. Στο δρόμο άκουσε αυτό που περίμενε, αυτό που ήταν το πιο φυσικό να συμβεί. Κάπου μια γυναίκα έκλαιγε, αλλού ένας άντρας φώναζε. Κάτι έπεφτε και γινόταν θρύψαλα. Περισσότερες φωνές, τσακωμοί, νεύρα και υστερίες. Κατάρες, οργή και αγανάκτηση! Τσακωμοί και ξύλο. Ήχοι και θόρυβοι που προμήνυαν κακά μαντάτα. Κι ο Σολοβάιδ όλο και απομακρυνόταν, χωρίς κανείς να το γνωρίζει…
Πέρασε μια εβδομάδα και ο έμπορος επέστρεψε ξανά στην ίδια μικρή πόλη. Έφτασε αργά και ήξερε πως δεν θα συναντούσε ψυχή. Πήγε στο ίδιο σημείο με σκοπό να ξαναστήσει τον πάγκο του. Το φως ήταν λιγοστό και άναψε ό,τι είχε απομείνει από τα κεριά της προηγούμενης φοράς, τα οποία έσβησαν από μόνα τους σχεδόν με το πρώτο φως του ήλιου, οπότε και έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους οι πρώτοι άνθρωποι.
Ο έμπορος τους παρατηρούσε, αλλά ακόμα εκείνοι δεν είχαν καταλάβει ποιος είναι. Ήταν όλοι όμως αλλαγμένοι. Όπως και η πόλη. Τα μαγαζιά τριγύρω στην πλατεία ήταν άλλα μισοσπασμένα και άλλα καμένα. Σκουπίδια διασκορπισμένα από ‘δω κι από ‘κει, βρώμα να αναδύεται από διάφορα σημεία, ξύλα, σίδερα και λογής άλλα αντικείμενα πεταμένα δεξιά κι αριστερά.
Αίματα ξεραμένα και νεκρά ζώα αφημένα να σαπίζουν. Και σε άλλα σημεία κι άλλα αίματα! Μέχρι που έφτασε η μουσική στα αφτιά του εμπόρου, κουβέντες πλήθους που επιβεβαίωναν πως τον είχαν αναγνωρίσει. Και ήταν η μελωδία που λαχταρούσε να ακούσει, σαν ξεπλήρωμα των υπηρεσιών του..
Αυτός είναι!
Ναι, αυτός πρέπει να είναι!
Και οι δέκα άνθρωποι έγιναν κοσμοσυρροή. Το πλήθος όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Και οι φράσεις γίνονταν εντονότερες και μετατρέπονταν σε βρισιές. Και οι βρισιές σε απειλές. Και ο ένας να σπρώχνει τον άλλον, για να δει, να σιγουρευτεί και να βρίσει. Κι έπειτα άρχισαν να φτύνουν τον Σολοβάιδ. Και τα φτυσίματα έφερναν τον κόσμο όλο πιο κοντά στον πάγκο, ένα τέντωμα του χεριού απόσταση μόνο και τότε έγινε η αρχή!
Κάποιος έριξε την πρώτη πέτρα, αλλά δεν πέτυχε τον έμπορο καθόλου. Η δεύτερη, όμως που εκτοξεύτηκε, βρήκε τον στόχο της, ενώ η τρίτη τον πέτυχε στο κεφάλι. Οι πέτρες έπεφταν βροχή και πέρα από τον πωλητή τραυματίζονταν και τυχαίοι από το πλήθος. Ο αναβρασμός έφτασε στο κόκκινο. Ο Σολοβάιδ βρισκόταν καταγής, τον κλώτσαγαν, τον χτυπούσαν, τον έβριζαν. Κάποιοι έφυγαν μακριά και δεν ξαναγύρισαν, γιατί φοβήθηκαν, αλλά άλλοι έφεραν μαζί τους το θάνατο. Μαχαιριές απανωτές έσκιζαν και διέλυαν το δέρμα του εμπόρου.
Εξαιτίας σου έχασα όλα τα λεφτά μου στις πόρνες και με παράτησε η γυναίκα μου! Βαρέθηκα τα αυτοκίνητα που μου έδωσες, γιατί σε άλλους έδωσες καλύτερα! Η τουαλέτα που πήρα μου σκίστηκε μέσα σε τρεις μέρες. Θέλω άλλη! Τι κι αν είμαι όμορφος; Οι γυναίκες εξακολουθούν να με εκμεταλλεύονται! Τι κι αν είμαι νέα; Όλοι οι άντρες σαν ένα κομμάτι κρέας με βλέπουν! Θέλω να μου ικανοποιήσεις κι άλλη ευχή. Εύχομαι να είχα περισσότερες ευχές, παλιοτσιγκούνη! Έπρεπε να δώσεις δύναμη μόνο σε μένα, ώστε μόνο εμένα να προσκυνούν όλοι!
Έσπρωχναν ο ένας τον άλλον, για να μπορέσουν να ξεσπάσουν τη μανία τους πάνω του. Η οργή και το μίσος ξεχείλιζαν. Ξεχείλιζαν για άλλη μια φορά, μιας και είχαν ήδη ξεχειλίσει ήδη πάμπολλες, αφότου είχε αναχωρήσει ο έμπορος πριν μια εβδομάδα. Τα αίματα που είχε δει στους δρόμους δεν ήταν μόνο ζώων. Και τώρα, σαν ένα τεράστιο στόμα αυτή η μάζα είχε καταπιεί, είχε εξαφανίσει, είχε βουτήξει μέσα στο καζάνι της φρενίτιδάς της τον Σολοβάιδ. Ήταν τόσο απορροφημένοι όλοι στο θυμό τους και τόσο πωρωμένοι στα χτυπήματά τους, που δεν είχαν παρατηρήσει το αυτονόητο. Ακόμα και μετά από τόσα βασανιστήρια, ο έμπορος ήταν ακόμα ζωντανός. Με τα ρούχα του βουτηγμένα στο ίδιο του το αίμα, τα κόκαλά του διαλυμένα, το σαγόνι του εξαρθρωμένο και τα μαλλιά του ξεριζωμένα, εκείνος συνέχιζε να ζει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά γέλαγε. Γέλαγε και απολάμβανε και την τελευταία προσβολή, το ελεεινότερο βρίσιμο, το πιο βάναυσο χτύπημα. Τα κατάπινε όλα και τα απολάμβανε σαν το εκλεκτότερο νέκταρ.
Και τότε σηκώθηκε όρθιος και έβγαλε μια θηριώδη κραυγή, που όλοι τους πετάχτηκαν πίσω από τον τρόμο. Μια κραυγή τόσο βαριά και τόσο αβυσσαλέα που δεν ήταν δυνατόν ανθρώπινο πλάσμα να την βγάλει, χωρίς να διαλύσει τις φωνητικές του χορδές. Και στάθηκε μπροστά τους και ήταν η σειρά του να τους μιλήσει. Όσοι τον κοίταζαν, είδαν κάποιον που ενώ πριν ήταν ο έμπορος, τώρα είχε αλλάξει. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα, όπως και τα μαλλιά του, το σώμα του όσο φαινόταν μέσα από τα κατασκισμένα ρούχα επίσης μαύρο και στα πάμπολλα σημεία οπού είχε μαχαιρωθεί, φαινόταν να βγαίνει κάτι κόκκινο σαν τη λάβα.
«Σας ικανοποίησα χωρίς να ζητήσω αντάλλαγμα οποιαδήποτε επιθυμία σας. Είχατε μόνο μια ευκαιρία, αλλά ήταν η ευκαιρία της ζωής σας». Με κάθε του λέξη του σειόταν ο τόπος τριγύρω του, λες από κάτω έβραζε ένα μικρό ηφαίστειο. «Ενώ τα είχατε όλα, ενώ ήσασταν χαρούμενοι, τρέξατε σαν μανιασμένοι να ζητήσετε κι άλλα. Να ζητήσετε τα λάθος άλλα. Είχατε την ευκαιρία να ανεβάσετε τη ζωή σας ένα σκαλί παραπάνω. Αντ’ αυτού, φέρατε οι περισσότεροι ακόμα και τα παιδιά σας – φαντάζομαι οι υπόλοιποι δεν θα το σκεφτήκατε – και τα βάλατε να ευχηθούν για κάτι που εσείς θέλατε».
Γιατί να χαραμίσουν την ευχή τους σε ένα ανόητο παιχνίδι, ενώ εάν ζήταγαν πλούτο θα μπορούσα να τους πάρω εγώ όσα παιχνίδια ήθελαν; σκέφτηκαν κάμποσοι από το πλήθος.
Όμως ο έμπορος, σαν να διάβαζε τις σκέψεις τους, απάντησε. «Γιατί με ενδιέφερε η επιθυμία του καθενός. Εάν αυτό ήθελαν, τότε αυτό έπρεπε να γίνει. Εσείς ξοδέψατε την επιλογή σας. Κάποιοι σας ζητάγατε μεγεθυμένο ό,τι είχατε ακούσει από τον προηγούμενο. Άλλοι βρίζατε που δεν το σκεφτήκατε καλύτερα. Εσύ…» και ο Σολοβάιδ έδειξε την τρίτη πελάτισσα που είχε έρθει. «…πήρες τον άντρας μιας άλλης, ενώ η πόλη σας είχε τόσους διαθέσιμους. Η γυναίκα του ύστερα στον ξαναπήρε με τη δική της ευχή. Και τέλος, εκείνος ευχήθηκε για μια άλλη γυναίκα να τον θέλει και σας παράτησε». Κι έπειτα στράφηκε σε άλλον πελάτη. «Εσύ ζήτησες ακόμα περισσότερη εξουσία και, ενώ σου είπα πως σε δύο μέρες θα έρθουν για να σου ζητήσουν να τους διατάζεις, ανέβηκες σε ένα βάθρο και κήρυττες τις απόψεις σου. Κι έπειτα, άρχισες να σκοτώνεις όποιον δεν σε υπάκουε ή όποιον άλλον άκουγες να ζητάει εξουσία. Ένας άλλος που τώρα δεν είναι ανάμεσά σας, μου ζήτησε ένα βαρέλι που να μην τελειώνει ποτέ η μπύρα, ώστε και να μπορεί να πίνει και να την πουλάει. Και πέθανε μέσα σε δυο μέρες, από το αλκοόλ. Όλοι σας κάνατε πενιχρή, πολύ πενιχρή επιλογή. Και αφού μαλώσατε, χωρίσατε και αλληλοσκοτωθήκατε, τα βάλατε και μαζί μου».
«Γιατί μια χαρά ήμασταν πριν έρθεις!» επιτέλους κάποιος ύψωσε τη φωνή του.
«Και θα μπορούσατε να ζήσετε παραπάνω χαρές. Αλλά τώρα είναι αργά. Γιατί ήρθε η ώρα να με ξεπληρώσετε. Όταν θυμώνετε, λέτε τη φράση και τώρα θα με γνωρίσεις απ’ την ανάποδη. Εγώ ωστόσο, ήμουν ήδη από την ανάποδη. Τελείως από την ανάποδη. Ακόμα και το ίδιο μου το όνομα! Γιατί όσο υπάρχω, δεν έχω καμία σχέση με αυτό που έκανα πριν μια εβδομάδα. Εγώ δεν προσφέρω. Εγώ παίρνω. Και τώρα, αφού ούτε αυτή μου η συμπεριφορά σας ικανοποίησε, ήρθε η ώρα να πάρω. Να πάρω ό,τι σας έδωσα και με τον ανάλογο τόκο!»
Όλοι τους αναρωτήθηκαν τι εννοούσε, ενώ κάποιοι προσπαθούσαν να θυμηθούν το όνομά του.
Σολοβάιδ…
Ο έμπορος έβγαλε μια κραυγή και ξεκίνησε να ρουφάει. Έπαιρνε και εξαφάνιζε. Σπίτια γκρεμίζονταν στα κεφάλια των ενοίκων τους, αυτοκίνητα απογειώνονταν, για να πέσουν πάνω στους ιδιοκτήτες τους, πρόσωπα γερνούσαν, ενώ άλλα σάπιζαν μέχρι το κόκαλο φέρνοντας το θάνατο, άνθρωποι έμεναν γυμνοί και σωματικά και ψυχικά, πολύτιμα βραχιόλια, περιδέραια και κοσμήματα έσφιγγαν τους ιδιοκτήτες τους σε τέτοιο βαθμό που τους ακρωτηρίαζαν ή τους αποκεφάλιζαν, έρωτες γίνονταν άσβηστα μίση, η έπαρση μετατρεπόταν σε απόλυτη υποταγή και αδυναμία προσωπικής θέλησης. Το πλήθος διαλυόταν πανικόβλητο, ενώ η άλλοτε πρόσχαρη πλατεία είχε γεμίσει πτώματα. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό κι ωστόσο μέσα σε αυτόν τον χαμό…η εξαίρεση!
Κάπου μακριά ένας νεαρός είχε ανεβασμένους σε ένα άλογο δύο ηλικιωμένους, με κάποια συμπράγκαλα και τους κατεύθυνε αργά και σταθερά μακριά από την πόλη. Ο Σολοβάιδ τον είδε, αλλά αναγνώρισε μόνο τους αναβάτες. Ήταν οι τελευταίοι του πελάτες, τα δακρυσμένα γερόντια. Και ο νεαρός θα πρέπει να ήταν ο ετοιμοθάνατος γιος τους. Όπως απομακρύνονταν και οι τρεις τους, μόνο ο πατέρας και ο γιος γύρισαν και τον κοίταξαν, ενώ η γριούλα παρέμεινε σκυμμένη, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Σολοβάιδ.
Ο έμπορος τους παρακολουθούσε, όπως χάνονταν οι φιγούρες τους. Στην περίπτωσή τους, δεν μπορούσε να πάρει το δώρο του πίσω. Γιατί μόνο στα δικά του δώρα είχε εξουσία!
Ιωάννης Χατζαντωνάκης
Το παραπάνω κείμενο κέρδισε το τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος που συνδιοργάνωσε το Harmony and Creativity με την Εναλλακτική Δράση και την Εναλλακτική Ατζέντα. Τους νικητές επέλεξε ειδική επιτροπή από το τμήμα δημιουργικής γραφής του Harmony and Creativity. Δείτε όλα τα κείμενα που βραβεύτηκαν εδώ
Photo: Author/Depositphotos